ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ Ε.Μ.Π, 2012-13,
9ο ΕΞΑΜΗΝΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ 9
Διδακτική Ομάδα:Αριάδνη Βοζάνη, Μπούκη Μπαμπάλου, Γιώργος Παρμενίδης
Επικουρικό Διδακτικό Έργο: Ειρήνη Ανδρουτσοπούλου, Χρυσούλα Καραδήμα
Εξωτερικός Συνεργάτης: Γιάννα Σταυρουλάκη

Με την επέτειο των 100 χρονών από την ένταξη της Θεσσαλονίκης στον σύγχρονο ελληνικό κράτος ένα πλήθος προβληματισμών γύρω από την ταυτότητα της πόλης και το μέλλον της έρχεται στο προσκήνιο. Η ταυτότητα αυτή ορίζεται από την σύγχρονη εικόνα της , τα ιστορικά της ίχνη, την ιδιαίτερη τοπογραφία της αλλά επιπλέον και από την απώλεια και την σιωπή του πολυπολιτισμικού
της χαρακτήρα.
Το άνοιγμα της προς την θάλασσα, ‘ σαν πέταγμα μιας πεταλούδας’ αποτελεί διαχρονικά ένα από τα πιο ιδιαίτερα συστατικά στοιχεία αυτής της ταυτότητας . Στο κέντρο της πόλης η σχέση της θάλασσας με τα κτήρια, όχι σε απόσταση αλλά πάνω στην ακτή, η στενή προκυμαία που προκαλεί την ενιαία αντίληψη των κτισμάτων με το νερό, έχει σχολιαστεί εμφατικά σε κάθε απόπειρα σχεδιασμού.

Περιοχή μελέτης
Aφορά στην ζώνη με τις αποβάθρες βορειοδυτικά του κέντρου της πόλης. Στα όρια της απόληξης ενός θαλάσσιου περιπάτου και σε άμεση γειτνίαση με το κέντρο, η περιοχή αυτή αναζητά ένα νέο ρόλο μετά την απομάκρυνση των λειτουργιών του εμπορικού λιμανιού που υποστήριζε. Με ποιους όρους ο σχεδιασμός της κατοικίας ή/ και άλλων χρήσεων απαντά στην προβληματική προσδιορισμού της νέας ταυτότητας του τόπου και της διασύνδεσης του με την πόλη?

Οργάνωση του μαθήματος
Α. Η Θεσσαλονίκη από μακριά. Προετοιμασία για ένα ταξίδι
Στο πρώτο στάδιο θα επιχειρήσουμε την ανάγνωση της πόλης μέσα από την βιβλιογραφία και τις ιστοσελίδες που προτείνονται, με στόχο την χαρτογράφηση των δεδομένων που την διαμορφώνουν.
Οι σπουδαστές θα χωριστούν σε τρεις ομάδες με σκοπό την παρουσίαση τριών θεματικών
ενοτήτων.
1. Διαστρωμάτωση της ιστορίας της πόλης.
2. Τάσεις ανάπτυξης στην πόλη.
3. Τυπολογίες κατοίκησης σε θαλάσσια
μέτωπα.
Β. Επίσκεψη/ Περιήγηση του τόπου.
Το δεύτερο στάδιο αφορά την επί τόπου ανάγνωση της πόλης και της συγκεκριμένης περιοχής μελέτης. Κατά την επίσκεψη θα οργανωθούν ομιλίες από διδάσκοντες της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Α.Π.Θ. με στόχο την κατανόηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που αφορούν στο θέμα.
Γ. Διατύπωση της πρότασης
Στο τρίτο στάδιο θα διερευνηθούν οι στρατηγικές επέμβασης που θα καθορίσουν την συγκεκριμένη πρόταση. Το στάδιο αυτό θα αναλυθεί σε δυο επί μέρους ενότητες με ενδιάμεσες παρουσιάσεις.
Α) Διαγραμματική διατύπωση της στρατηγικής επέμβασης σε αναφορά με την ανάγνωση/ ανάλυση της περιοχής
Β) Σχεδιασμός της πρότασης.
Οι κατ’ ελάχιστον απαιτήσεις του μαθήματος περιλαμβάνουν την τελική παρουσίαση σε σχέδια 
κλ. 1/500 και 1/200 και σε πρόπλασμα κλ. 1/500 Στο στάδιο αυτό θα οργανωθεί εργαστήριο για την εκμάθηση εργαλείων με στόχο την παραμετρική προσέγγιση του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού.
Το μάθημα θα συσχετιστεί με την διδ. ομάδα της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ITU που επεξεργάζεται αντίστοιχα ζώνη του θαλάσσιου μετώπου στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης και επιχειρεί να απαντήσει στην διαλεκτική σχέση Θεσσαλονίκης / Κωνσταντινούπολης.



Sunday, November 11, 2012

Αλέκα Καραδήμου Γερόλυμπου: Ο ΑΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Μακρές διάρκειες και γρήγοροι μετασχηματισμοί, με φόντο την βαλκανική ενδοχώρα


____________________________________________________________________
Αλέκα Καραδήμου Γερόλυμπου,  «Ο αστικός χώρος της Θεσσαλονίκης. Μακριές διάρκειες και γρήγοροι μετασχηματισμοί με φόντο την βαλκανική ενδοχώρα» στο (Γ. Καυκαλάς, Λ. Λαμπριανίδης, Ν. Παπαμίχος, επιμ.), Η Θεσσαλονίκη στο μεταίχμιο. Η πόλη ως διαδικασία αλλαγών. Εκδ. Κριτική, Αθήνα 2008, 95-150.
_____________________________________________________________________


Ο ΑΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Μακρές διάρκειες και γρήγοροι μετασχηματισμοί, με φόντο την βαλκανική ενδοχώρα


Αλέκα Καραδήμου Γερόλυμπου

Εισαγωγή

Πόλη με πολυκύμαντη ιστορία στο ΝΑ άκρο της Ευρώπης, η Θεσσαλονίκη βρίσκεται πάνω στους μεγάλους στεριανούς και θαλάσσιους δρόμους του εμπορίου που επέτρεψαν την επικοινωνία ανάμεσα στους αρχαίους κόσμους της Μεσογείου και τις χώρες πέρα από τα βόρεια σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.  Ελληνιστική, ρωμαϊκή,  βυζαντινή  και οθωμανική μέχρι το 1912, βίωσε τα  μεγάλα επεισόδια της ευρωπαϊκής ιστορίας από την αρχαιότητα μέχρι την νεώτερη εποχή, επιδεικνύοντας αυτόνομη και πολυδιάστατη έκφραση στην παραγωγή λόγου (πολιτικού, νομικού, θρησκευτικού, φιλολογικού) και τέχνης (ζωγραφικής, αρχιτεκτονικής).  Στο χώρο της υποδέχθηκε τις μεγάλες θρησκείες της αρχαιότητας, καθώς και τον εβραϊσμό, τον χριστιανισμό και τον μωαμεθανισμό. Λειτουργώντας στο μεταίχμιο ανάμεσα στην παλαιότερη ανατολική παράδοση και την σύγχρονη δυτική που κυοφορεί την Αναγέννηση, η Θεσσαλονίκη ανθεί και παράγει ακόμη και στους δύο τελευταίους αιώνες της φθίνουσας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σε ένα αντίστοιχο μεταίχμιο τον 18ο αιώνα ως δυτική πύλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα διαχειρισθεί την νεώτερη ευρωπαϊκή διείσδυση.
Η ιστορία του χώρου συμβαδίζει με την ιστορία του τόπου. Το αστικό τοπίο φέρει τα σημάδια χρόνων ακμής,  καταστροφών και παρακμής, ενώ ο πληθυσμός της τελεί κάτω από μια αέναη ανασύσταση καθώς διαφορετικές ανθρώπινες ομάδες εγκαθίστανται, ριζώνουν και ξεριζώνονται μετασχηματίζοντας τα χωρικά δεδομένα. Έτσι η Θεσσαλονίκη αναδύεται ως μια πόλη εξαιρετικά παλιά αλλά και εντυπωσιακά νέα. Ως μια πόλη «φαντασμάτων» (Mazower, 2004) αλλά και μια πόλη συνεχώς αναγεννώμενη, όπου τα σταθερά στοιχεία της γεωγραφίας και η εμμονή της οικονομικής λειτουργίας επιβάλλονται πάνω στον αρχιτεκτονικό χώρο και στις ανθρώπινες ομάδες που τον κατοικούν.


Από την ίδρυση μέχρι το τέλος του Βυζαντίου (315 π.Χ-1430)

Στην εξέλιξή της η Θεσσαλονίκη παρουσιάζει μια σύνθετη μορφή, που έχει σκιαγραφηθεί κατ' επανάληψη από ιστορικούς και ελληνιστές, περιηγητές και βυζαντινολόγους, γεωγράφους, πολιτικούς σχολιαστές, στρατιωτικούς και χρονικογράφους. Μέσα από το πλούσιο και ετερόκλιτο υλικό των καταγραφών, η πόλη αναδύεται ως ένα ποικιλόχρωμο σταυροδρόμι πολιτισμών, ένα πραγματικό μουσείο ιδιωμάτων και θρησκειών, ως μια σύνθεση διαφορετικών τόπων στον ίδιο χώρο. "Ολοι οι καιροί της έστειλαν αφέντες, όλες οι θάλασσες λεηλατητές" έγραφε ο P. Risal  το 1914. Αλλά δεν ήταν μόνον οι περαστικοί -κατακτητές και πολέμαρχοι- που έδωσαν σχήμα στο τοπίο της. Είναι κυρίως οι πολλές διαφορετικές ανθρώπινες ομάδες που εθελοντικά ή ακούσια το σημάδεψαν με τα επιτεύγματα και τα δεινά τους.
Ένα 'ιδανικό' γεωγραφικό τοπίο προσέλκυσε στα 315 π.Χ. τον ιδρυτή της Θεσσαλονίκης, Κάσσανδρο, επίγονο του Αλεξάνδρου στο Βασίλειο της Μακεδονίας. Η νέα πόλη χωροθετήθηκε κοντά στο βαθύτερο σημείο του Θερμαϊκού και ταυτόχρονα στις χαμηλότερες υπώρειες του όρους Χορτιάτη, εκεί όπου συναντάται η θάλασσα με άφθονο γλυκό νερό –ποτάμια και λίμνες- συνθήκη ιδανική για την ανάπτυξη μιας πολιτείας σε μια περίοδο επέκτασης του ελληνισμού. Ο εποικισμός της βασίσθηκε στους διάσπαρτους οικισμούς της περιοχής που είχαν επιδείξει τεκμηριωμένα ίχνη αστικής ζωής και πολιτιστική παράδοση ήδη από την 3η χιλιετία π. Χ. Όχι άδικα θεωρήθηκε ως  « la plus grande réussite de lurbanisme hellénistique en Europe» (Lavedan, Hugueney, 1966: 86), σ’ ένα τοπίο που μεταμορφωνόταν γοργά χάρη στην δραστηριότητα της φύσης και της ανθρώπινης παρουσίας (Εικ.1).
Από τότε και επί 23 αιώνες, ο ένας πολιτισμός διαδέχθηκε τον άλλο, στον ίδιο πάντα χώρο, ενώ η μορφή της πόλης αναπροσαρμοζόταν ακολουθώντας αργόσυρτα τις νέες ανάγκες. Η ελληνιστική πόλη, που κατά την αρχαιολογική έρευνα κάλυπτε περί τα 60 εκτάρια, γρήγορα ξεπέρασε τα οχυρωμένα της όρια (Βελένης 1998:20,25,31,55). Ιερά και χώροι παραγωγής εγκαταστάθηκαν έξω από τα τείχη στην λωρίδα της γης που την χώριζε από την παραλία.
Το 146 π.Χ βρέθηκε υπό την κυριαρχία των Ρωμαίων και λειτούργησε ως σημαντικό διοικητικό κέντρο, συνδέοντας την ανάπτυξή της με την Εγνατία Οδό,  τον κύριο οδικό άξονα που συνέδεε το λιμάνι της Αδριατικής Δυρράχιο με τον Εύξεινο Πόντο. Οι πρώτοι 4 μεταχριστιανικοί αιώνες αποτελούν χρυσή εποχή για την Θεσσαλονίκη σ’ό,τι αφορά την οικονομία και την πνευματική δημιουργία. Αποκτά προστατευμένο  λιμάνι, εκτεταμένη αγορά, εντυπωσιακά διοικητικά κτίρια, το συγκρότημα των ανακτόρων του Γαλερίου και της Ροτόντας, καθώς και πολλά παγανιστικά μνημεία που φανερώνουν την άνθηση των αρχαίων θρησκειών.  Στα χρόνια του Κωνσταντίνου η έκτασή της φθάνει τα 250 εκτάρια. Φαίνεται πως ο Κωνσταντίνος μελέτησε την πιθανότητα να κάνει την Θεσσαλονίκη νέα πρωτεύουσα, μαζί με το Σίρμιον και την Σερδική (Σόφια), προτού καταλήξει στο Βυζάντιο (Macmullen, 1987: 149).
Αξιόλογα χριστιανικά μνημεία δεν υπήρχαν μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα, οπότε ο χριστιανισμός επιβλήθηκε από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’ μετά από σκληρά μέτρα καταστολής στην πόλη που αντιστάθηκε στην αυτοκρατορική πολιτική.  Είναι γνωστή η σφαγή 7.000 Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο το  390 μ.Χ[1]. Η βυζαντινή περίοδος (4ος-15ος αι.) σημαδεύει τον χώρο της με τα μεγάλα και μικρότερα θρησκευτικά μνημεία που την έχουν κάνει ευρύτατα γνωστή για την βυζαντινή αρχιτεκτονική της. Μετατοπίσεις των πυλών της πόλης και μερική επαναχάραξη των μεγάλων αξόνων, εγκατάλειψη της Αρχαίας Αγοράς και μεγάλα θρησκευτικά συγκροτήματα της νέας θρησκείας θα δώσουν τον νέο χαρακτήρα της βυζαντινής πόλης για την επόμενη χιλιετία (Curcic 2000).. Με την μεταφορά των διοικητικών λειτουργιών στο παλάτι, στην Αγορά παραμένουν μόνον μερικά μαγαζιά και αποθηκευτικοί χώροι. Η κρυπτή στοά μετατρέπεται σε δεξαμενή νερού, όπως και το εγκαταλελειμμένο κοίλο του ωδείου. Αργότερα η περιοχή κατοικείται άναρχα πάνω σ’ένα  ακανόνιστο δίκτυο δρόμων, χαραγμένο ad hoc, το οποίο επιβίωνε μέχρι την πυρκαγιά του 1917. Κατοικίες αναπτύσσονται  και στα δυτικά,  όπου υπήρχαν τα μεγάλα αρχαία ιερά, ενώ οι  αρχαίες θέρμες συρρικνώνονται ή κατεδαφίζονται για να δώσουν τη θέση τους σε μεγάλες βασιλικές (εκκλησίες).  Οι περισσότερες οικοδομικές νησίδες διατηρούν τις βασικές τους διαστάσεις αλλά εξ αιτίας των καταπατήσεων και της απουσίας ελέγχων χάνουν την αυστηρή τους γεωμετρία.
Όταν το 536 μ. Χ ο Ιουστινιανός ορίζει την Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα των δυτικών επαρχιών της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η πόλη αποτελεί το δεύτερο μετά από την Κωνσταντινούπολη στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο της βαλκανικής χερσονήσου, όπως εξ άλλου αποδεικνύεται από το προσωπικό ενδιαφέρον που επιδεικνύουν αυτοκράτορες όπως ο Μ. Κωνσταντίνος, ο Θεοδόσιος Α΄ και ο Ιουστινιανός.
Η Θεσσαλονίκη ανθίσταται στις επιδρομές των Αβάρων και των Σλάβων στη διάρκεια του 6ου και 7ου αιώνα και λεηλατείται από τους Σαρακηνούς στις αρχές του 10ου. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού της χάνεται ή στέλνεται να πωληθεί στα σκλαβοπάζαρα της Κρήτης. Θα ακολουθήσουν πόλεμοι και επιδρομές των Βουλγάρων μέχρι τον 11ο αιώνα, των Νορμανδών τον 12ο, των Φράγκων στο διάστημα της 4ης σταυροφορίας, των Καταλανών και των Σέρβων (στις αρχές και στα μέσα του 14ου αιώνα), καθώς και εμφύλιες διαμάχες στο εσωτερικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μετά από κάθε επιδρομή, το   εμπόριο και οι σχέσεις με την ενδοχώρα επανέρχονται. Στον 11ο αιώνα ξεκινά η μεγάλη ετήσια εμποροπανήγυρη, η σημαντικότερη εμπορική δραστηριότητα της περιοχής, στην παράδοση της οποίας  εγγράφεται η Διεθνής Έκθεση της Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ-HELLEXPO) που γίνεται κάθε φθινόπωρο (Hoffman 1968: 1-27).
Ήδη από τον 7ο αιώνα κατασκευάζεται το δεύτερο θαλάσσιο τείχος της και η πόλη αποκτά τον οριστικό οχυρωματικό περίβολο, μέσα στον οποίο θα ζήσει μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα σε μια έκταση 300 εκταρίων.
Τον 10ο αιώνα προστίθεται μια νέα Ακρόπολη, 16 εκταρίων. Είναι μια περίοδος μεγάλης πολιτιστικής άνθησης, (του πρώτου βυζαντινού ουμανισμού σύμφωνα με τον Paul Lemerle), κατά την οποία αναδεικνύονται προσωπικότητες με ισχυρές απόψεις και πνευματική καλλιέργεια. Αν και λίγα δείγματα αρχιτεκτονικής και τέχνης έχουν διασωθεί, είναι ικανά για να τεκμηριώσουν την δημιουργικότητα που αναπτύσσεται στα χρόνια αυτά (Βελένης, 2001: 1-27 και Λάββας 1980: 425).
Με την ανάπτυξη του μοναχισμού μετά τον 10ο αιώνα, πολλά μοναστήρια κτίζονται κοντά στα τείχη, ακόμη και σε επαφή με αυτά. Στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου (13ος-15ος αι.) οι μονές αποτελούσαν τους πυρήνες γύρω από τους οποίους αναπτυσσόταν η κοινωνική ζωή της πόλης. Κάθε γειτονιά έπαιρνε το όνομά της από το κοντινότερο μοναστήρι.

Οθωμανική κατάκτηση, 15ος-19ος αιώνας

Ένα σύντομο πέρασμα των Βενετών από το 1423 ως το 1430 προηγείται της οθωμανικής κατάκτησης το 1430, που έγινε μετά από βίαιη και αιματηρή πολιορκία και κατέληξε στον αποδεκατισμό του πληθυσμού και την φυγή όσων επιβίωσαν. Η μεταμόρφωση της βυζαντινής σε οθωμανική πόλη θα γίνει με βραδείς ρυθμούς. Στον 15ο αιώνα η Θεσσαλονίκη  παραμένει σχεδόν έρημη και κατεστραμμένη. Οι βενετικές πηγές ανέφεραν γύρω στους 40.000 κατοίκους πριν από την άλωσή της από τους Τούρκους (Μέρτζιος 1947: 41-42). Το 1478, μισό αιώνα μετά, στην πόλη ζουν 6.094 Έλληνες χριστιανοί, πιθανότατα απόγονοι των παλαιότερων κατοίκων, και 4.320 Τούρκοι μουσουλμάνοι, που έχουν μετοικήσει από τα περίχωρα, 10.414 εν συνόλω[2]. Εφαρμόζοντας μια συστηματική πολιτική μεταφοράς πληθυσμών οι κατακτητές αναδιατάσσουν τις εθνοτικές ομάδες στο χώρο, αφήνοντας την ανατολική περιοχή στους έλληνες και κρατώντας για τον εαυτό τους τα υψώματα του λόφου, στην Πάνω πόλη (Lowry 1986). Οι σημαντικότερες εκκλησίες μετατρέπονται σε τζαμιά, τέσσερις αφήνονται στους χριστιανούς και οι υπόλοιπες κατεδαφίζονται από τους στρατιώτες. Με τα υλικά τους κτίζεται ένα λουτρό, το Bey Hammam (λουτρά Παράδεισος, 1444), στο κέντρο της πόλης και αργότερα το μπεζεστένι (κλειστή αγορά) 1455-1460, το πρώτο νέο τζαμί Χαμζά μπέη το 1467 και το καραβάνσεράι το 1478 καθώς και το συγκρότημα του Αλατζά Ιμαρέτ (1484). Ένα μόνο μοναστήρι παραμένει, τα υπόλοιπα μετατρέπονται σε χάνια, ή ιδιωτικές κατοικίες. Σταδιακά και οι άλλες τρεις εκκλησίες αποδίδονται στην ισλαμική θρησκεία (Hadjitryphonos 2003).
Περισσότερο ίσως από τον χώρο, αλλάζει η ατμόσφαιρα της πόλης. Η χάραξη των δρόμων χάνει βαθμιαία την γεωμετρικότητά της. Πολυάριθμοι μιναρέδες δίπλα στις παλιές βασιλικές, νέα αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως τα πυκνά ξύλινα καφασωτά πλέγματα στα παράθυρα, κρήνες παντού... Η γλώσσα των κατακτητών ακούγεται δίπλα στην ελληνική, "γλώσσα ευγενή και εκλεπτυσμένη, που είχε από παλιά μπορέσει  να αντισταθεί στο καθαρό πνεύμα του λατινικού λόγου"(Risal 1914).
Μετά το 1492, Εβραίοι που εγκαταλείπουν μαζικά την Ισπανία, όπως και  την Ιταλία και την Πορτογαλία, φθάνουν στην Θεσσαλονίκη με πρόσκληση και υπό την υψηλή προστασία του Σουλτάνου και εγκαθίστανται στην κάτω πόλη. H εικόνα που αντικρύζουν μοιάζει να τους γοητεύει: "Μια πόλη χαριτωμένη, όμοια με τις ανδαλουσιανές, απλώνεται δίπλα στην ακτή... Πάνω σ' έναν όμορφο λόφο, σπίτια και μπαλκόνια παρατάσσονται βαθμιδωτά, μέσα σε πλατάνια και λυγερά κυπαρίσσια... Αναρίθμητοι μιναρέδες, εκθαμβωτικοί, εκτοξεύονται προς τον ουρανό. Στους στρογγυλεμένους τρούλους των λουτρών, πάμπολλα γυάλινα μάτια ξεπροβάλλουν μέσα από την τοιχοποιία, αστράφτουν και ακτινοβολούν".. "Δρόμοι καλοστρωμένοι, καθαροί, που τους ξεπλένει κι η πιο μικρή βροχούλα.. Παντού θέρμες, παλιές εκκλησίες με τρούλους μετασκευασμένες σε τζαμιά, και δίπλα τους γαλήνια νεκροταφεία" (Nehama 1935).
Στις αρχές του 16ου αιώνα [1519] η πόλη έχει κατοικηθεί συστηματικά και η πληθυσμιακή σύνθεσή της έχει τροποποιηθεί. Έχει τώρα τριπλάσιους κατοίκους [29.220] εκ των οποίων το 53,5% είναι εβραίοι (15.715), το 23,5% μουσουλμάνοι (6.870) και το 22,7% είναι έλληνες χριστιανοί (6.635). Με κάποιες διακυμάνσεις, η αναλογία αυτή θα διατηρηθεί κατά τους 4 επόμενους αιώνες μέχρι το 1912. Όπως σημειώνει ο Η. Lowry, «σε μια από τις πιο εκπληκτικές δημογραφικές αλλαγές στην ιστορία, μια πόλη που το 1430 ήταν συντριπτικά ελληνική και βυζαντινή μετατράπηκε σε τρεις γενιές σε μια κοσμοπολίτικη μητρόπολη» (Lowry 1986: 336).
Όπως φαίνεται από τα ερευνητικά στοιχεία, η εγκατάσταση κατά θρήσκευμα το 1500 έχει ήδη πάρει την μορφή που θα διατηρούσε στους επόμενους αιώνες. Η πρώτη προσπάθεια αναγνώρισης της εγκατάστασης των μουσουλμάνων στην Θεσσαλονίκη βασίζεται στα παλαιότερα ελληνικά ονόματα των συνοικιών: Ιπποδρόμιο, Αγία Πελαγία, Οφαλός, Αγιος Μηνάς, Ασώματοι, Αγιος Δημήτριος κλπ. Το 1478 η συνοικία της Αγίας Πελαγίας κατοικούνταν ακόμη από έλληνες χριστιανούς, ενώ αργότερα μετατράπηκε σε εβραϊκή συνοικία (Εικ.2).
Η παραγωγική δραστηριότητα γρήγορα ξαναζωντανεύει. Νηματουργία και υφαντουργία, βαφές υφασμάτων και βυρσοδεψία, σαπωνοποιία και οινοποιία αναπτύσσονται μαζί με τις αντίστοιχες εμπορικές συναλλαγές. Τον 16ο αιώνα οι εβραϊκές συνοικίες «βουίζουν από τον ήχο της ανέμης στα σπίτια» (Efthymiou 1997: 105-114.).
Στους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας η θέση της Θεσσαλονίκης στις λεγόμενες ‘κεντρικές' οθωμανικές επαρχίες ευνοεί το εμπόριο με την Δύση. Σταδιακά όμως οι εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο  μετά την Αναγέννηση και η μετατόπιση του ενδιαφέροντος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς τις ανατολικές της επαρχίες, οδηγούν την πόλη σε εσωστρέφεια, καθώς μειώνονται η εμπορική δραστηριότητα και εν γένει η οικονομική της σημασία. Τον 17ο αιώνα μεγάλες  εμπορικές αγορές της Ανατολής είναι, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, το Χαλέπι, η Αλεξανδρέττα, η Σμύρνη, η Σιδώνα και η  Αλεξάνδρεια (Veinstein 1989: 287-340 και Svoronos 1956 και Labrouste 1997).
Αντίστροφες εξελίξεις πολιτικού και στρατιωτικού περιεχομένου κατά τον 18ο αιώνα θα επαναφέρουν το εμπορικό ενδιαφέρον των Ευρωπαίων στην Ευρωπαϊκή Τουρκία,  στις ακτές του Αιγαίου και, για πρώτη φορά στην Μαύρη Θάλασσα.  Η εμφανής  παρακμή της οθωμανικής Αυτοκρατορίας διευκολύνει την οικονομική και πολιτική διείσδυση της Ευρώπης και την απόσπαση περισσοτέρων προνομίων με τις διομολογήσεις, ενώ συγχρόνως η ανάπτυξη του δια ξηράς εμπορίου με την Αυστρία αυξάνει την σημασία της Βαλκανικής χερσονήσου (Σβορώνος 1997:. 383 και Mantran 1989: 227-264, 265-286).
Η ανατολική Μεσόγειος που ύστερα από τις ανακαλύψεις των νέων κόσμων είχε χάσει την κυρίαρχη σημασία της στην ευρωπαϊκή ιστορία, σταδιακά επανέρχεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος των μεγάλων αντίπαλων δυνάμεων, πριν ακόμη από την διάνοιξη του ισθμού του Σουέζ[3]. Τον 18ο αιώνα, η Θεσσαλονίκη είναι το κύριο οικονομικό κέντρο των Βαλκανίων και, μαζί με την Σμύρνη οι δύο μεγαλύτερες σκάλες της Ανατολής (Beaujour  1974). Μετά το 1750, την εποχή της μεγαλύτερης ευμάρειάς της είχε έναν πληθυσμό αποτελούμενο από τούρκους, αλβανούς, εβραίους και έλληνες, περί τις 70.000 ψυχές[4]. Στο τέλος του αιώνα και μετά από την συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774 οπότε επιτράπηκε στους έλληνες ναυτικούς χριστιανούς να ναυσιπλοούν με ρωσική σημαία, μεγάλες συναλλαγές πραγματοποιούνται μέσω του λιμανιού της. Η πόλη, με ίσως και  80.000 κατοίκους, είναι μεγαλύτερη από την Βουδαπέστη, την Λειψία ή την Δρέσδη.
Κατά ορισμένους ιστορικούς η σημασία της πόλης και του λιμανιού θα αυξηθεί περαιτέρω στις αρχές του 19ου αιώνα λόγω των ναπολεόντειων πολέμων και του ηπειρωτικού αποκλεισμού.  Μέχρι το 1821 το ελληνικό στοιχείο (παρά την απουσία δεδομένων) είχε σημαντικά ενδυναμωθεί. Νέες περιπέτειες περιμένουν την πόλη με την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης. Οι τοπικές αρχές εξαπολύουν γενικό διωγμό του χριστιανικού πληθυσμού με τραγικές επιπτώσεις στη ζωή των κατοίκων και στην οικονομία της πόλης, που αγγίζουν και τις ομάδες των εβραϊκών και μουσουλμανικών πληθυσμών[5]. Για μια ακόμη φορά η πόλη γλιστρά σε παρακμή. Σύμφωνα με την πρώτη γενική απογραφή του άρρενος πληθυσμού που αναλαμβάνεται από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1831, ο συνολικός αστικός πληθυσμός φθάνει μόλις τα 25.500 άτομα. Οι Εβραίοι αποτελούν το 44.55% (11.360), οι μουσουλμάνοι το 33.76% (8.608) και οι χριστιανοί το 21.69% (5.531)[6]. Εμφανείς είναι η κρίση και ο οικονομικός μαρασμός ενώ η μείωση των εξαγωγών αποδίδεται στην φυγή των ελλήνων εμπόρων. Η τοπική οικονομία θα ανακάμψει μόνον μετά από τον Κριμαϊκό πόλεμο του 1853-56 και την νέα ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου (Δημητριάδης 1997: 33-34).  Η άμεση σύνδεση της τύχης της πόλης με τα ευρύτερα γεγονότα της ευρωπαϊκής ιστορίας καταγράφεται για μια ακόμη φορά.

Ως το 1869 η πόλη κρατά το σχήμα που είχε αναπτύξει στην μακραίωνη ιστορία της και παραμένει περιχαρακωμένη στο εσωτερικό του βυζαντινού τείχους  που από τον 7ο αιώνα την περιβάλλει σε μια περίμετρο 8 χιλιομέτρων. Στο εσωτερικό της oι κάτοικοι ζουν σε χωριστές συνοικίες κατά θρησκεία και εθνική προέλευση, σε επαφή μεταξύ τους αλλά χωρίς ανάμειξη. Ο διαχωρισμός αφορά όλους. Κάθε γειτονιά είναι μια συλλογική οντότητα, φιλόξενη και ανοιχτή στα μέλη της  ομάδας, απροσπέλαστη στους ξένους. Εχει την αριστοκρατία της, τη μεσαία τάξη και τους φτωχούς της, τους  δικούς της στενούς οικονομικούς και οικογενειακούς δεσμούς, τους αρχηγούς της, τη διοίκηση και τους θεσμούς της, τα εισοδήματά της, τα οικογενειακά κατάστιχα.... Το μεσογειακό κλίμα ευνοεί την υπαίθρια και συλλογική διαβίωση. Οι κοινόχρηστοι χώροι κι οι δρόμοι στεγάζουν μια έντονη καθημερινή ζωή, παίζοντας έναν ρόλο ενδιάμεσο, ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό. Οι τουρκικές συνοικίες μονοπωλούν την Πάνω Πόλη και είναι αραιά δομημένες με ήσυχους κήπους. Αντίθετα η Κάτω Πόλη είναι πυκνά και άτακτα δομημένη. Οι πολυπληθείς εβραϊκές συνοικίες βρίσκονται κοντά στο λιμάνι και την αγορά. Οι ντονμέδες, ανάμεσα στους μουσουλμάνους και τους εβραίους, εκφράζουν και χωροθετικά την διπλή τους σχέση με τις δύο θρησκευτικές ομάδες. Οι χριστιανοί συγκεντρώνονται γύρω από το παλιό ιπποδρόμιο: "Σπίτια φυτρώνουν λοξά, με χαγιάτια, μπαλκόνια και σαχνισιά. Προσθήκες κάθε είδους που προχωρούν σκαρφαλώνοντας στους τοίχους, κρέμονται από τις στέγες, ξεπροβάλλουν από τις ταράτσες, τρώνε το χώρο του γείτονα μέσα σ' ένα περίεργο και γραφικό ανακάτωμα"(Nehama 1978: 775).
Χωριστά από τις περιοχές κατοικίας, όπως συμβαίνει στις πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου, αναπτύσσονται οι δραστηριότητες των εργαστηρίων και της αγοράς. Οι δρόμοι της εμπορικής συνοικίας, γεμάτοι με παραδοσιακά προϊόντα της Ανατολής, είναι καλυμμένοι με τέντες και ξύλα που προφυλάγουν από τον ήλιο και τη βροχή. Μοναδική τους λειτουργία το εμπόριο και η βιοτεχνία· κανένα ίχνος κατοικίας. Εδώ οι φυλές και οι θρησκείες αναμειγνύονται ανενόχλητες, οι μόνιμοι κάτοικοι έρχονται σ' επαφή με τους περαστικούς, οι ντόπιοι συναντώνται με τους ξένους. Εδώ παίρνει σάρκα και οστά η κοινωνικότητα της πόλης, κάτω από την βαριά σκιά του αργού χρόνου της παράδοσης.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ο ευρωπαϊκός χώρος δονείται από πολιτικές, κοινωνικές και τεχνολογικές επαναστάσεις, όταν τα επιστημονικά και πολιτικά επιτεύγματα, οι αλλαγές  στις παραγωγικές δομές, σε ήθη και συμπεριφορές καταγράφονται με καταιγιστικούς ρυθμούς, η Θεσσαλονίκη έχει παραμείνει ανεπηρέαστη, απαράλλαχτη και αδρανής. «Σε μια γωνιά της πεδιάδας, ανάμεσα στη θάλασσα και σ’ ένα ψηλό βουνό που φράζει τον ορίζοντα, μέσα σ’ ένα στεφάνι από πύργους και επάλξεις που την αποκόπτουν από τον κόσμο, μοιάζει σαν να έχει εξοκείλει στην πλαγιά σπρωγμένη από την παλίρροια. Πάνω στο λόφο απλώνει κλιμακωτά τις στέγες, τους τρούλους και τα οδοντωτά της τείχη… Θάλεγε κανείς μια από εκείνες τις πόλεις των ονείρων στο βάθος ενός παλιού ζωγραφικού πίνακα, μια από αυτές τις άπιστες και μακρινές πολιτείες»[7]. Ο χρόνος έχει ακινητοποιήσει την πόλη σε παλιότερες  εποχές (Εικ.3).

Η επιτάχυνση της ιστορίας. Οθωμανικές μεταρρυθμίσεις και οικονομική, κοινωνική, εθνική αφύπνιση, 1870-1912

Από το 1870 το «ανατολικό ζήτημα», κυρίαρχο γεωπολιτικό πρόβλημα στην Ανατολική Μεσόγειο, εισέρχεται σε νέα φάση, καθώς ανασυνθέτει ουσιαστικά τις εθνικές διεκδικήσεις των βαλκανικών πληθυσμών στο πλαίσιο των ευρύτερων στρατηγικών των ευρωπαϊκών δυνάμεων (Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, Ρωσσία) απέναντι στην παραπαίουσα αυτοκρατορία. Μια πτυχή του, γνωστή ως «μακεδονικό ζήτημα» οξύνεται ιδιαίτερα στην Θεσσαλονίκη και την Μακεδονία μετά τις συνθήκες του Αγίου Στεφάνου και του Βερολίνου (1878) και την ίδρυση της Βουλγαρίας. Ο αγώνας  για την κυριαρχία στην Μακεδονία μεταξύ ελλήνων, βουλγάρων και τούρκων θα πάρει ένοπλη μορφή στα χρόνια 1904-1908  και θα καταλήξει στους δύο βαλκανικούς πολέμους του 1912 και 1913.
Την ίδια εποχή, από το 1869, αρχίζουν να υλοποιούνται οι εξαγγελίες του εξευρωπαϊσμού της αυτοκρατορίας με αποτέλεσμα να αρχίσει ένας ουσιαστικός μετασχηματισμός της παραδοσιακής δομής της πόλης και της χωρικής της οργάνωσης. Η περίοδος των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων  έχει συγκεκριμένες χωρικές επιπτώσεις  30 χρόνια μετά από την πρώτη εξαγγελία τους το 1839. Πολιτικά και αστικά δικαιώματα στις θρησκευτικές μειονότητες και ελεύθερος οικονομικός ανταγωνισμός εισάγουν νέα ήθη διαβίωσης για τους ανθρώπους των πόλεων και νέες απαιτήσεις σε χώρο[8]. Παράλληλα η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ αλλάζει πλήρως το διεθνές περιβάλλον στη Μεσόγειο. Η θάλασσα και το εμπόριο αναλαμβάνουν και πάλι τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην αστική ζωή, ενώ η επίδραση των τεχνολογικών επιτευγμάτων της βιομηχανικής επανάστασης είναι πολύπλευρη:  Οι  ορίζοντες ανοίγονται ανεμπόδιστα, η ενδοχώρα διευρύνεται, οι αποστάσεις γεφυρώνονται πρωτόγνωρα, οι  επικοινωνίες διευκολύνονται. Ο χρόνος της ιστορίας επιταχύνεται.
Η Θεσσαλονίκη αρχίζει να μεταλλάσσεται. Τα τείχη κατεδαφίζονται, και για πρώτη φορά επιτρέπεται εγκατάσταση των κατοίκων εκτός του ιστορικού πυρήνα (Εικ.4). Κατασκευάζεται προκυμαία, διανοίγονται μερικοί διαμπερείς δρόμοι, ευθύγραμμοι και φυτεμένοι με δενδροστοιχίες, ενώ ορισμένες παλιές δαιδαλώδεις συνοικίες ανασχεδιάζονται με γεωμετρικές χαράξεις και ορθογωνικά οικοδομικά τετράγωνα και ανοικοδομούνται με  κτίρια σε σύγχρονα αρχιτεκτονικά στυλ. Καινούργια επαγγέλματα, νέες μορφές εκπαίδευσης και αναψυχής, βιβλία, μόδες, εφημερίδες κάνουν την εμφάνισή τους. Τα διαφορετικά κοινωνικά στρώματα αναπτύσσουν νέες μορφές διασυνδέσεων (λέσχες, επαγγελματικοί σύλλογοι και επιμελητήρια, ενώσεις) και αποδεσμεύονται από τις παραδοσιακές περιχαρακώσεις στο εσωτερικό της εθνικοθρησκευτικά ομοιογενούς ομάδας.  Η πόλη αποκτά σύγχρονους επαγγελματικούς χώρους, τράπεζες, γραφεία, μεγάλα καταστήματα και τα πρώτα της εργοστάσια, ένα δίκτυο δημόσιας συγκοινωνίας-τραμ, ενώ συνδέεται με τακτικές γραμμές  ατμόπλοιων και μετά το 1880 με το ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό δίκτυο (Καραδήμου Γερόλυμπου 2004).
Νέος πληθυσμός κάθε είδους συρρέει στην πόλη που φθάνει τις 135.000 κατοίκους το 1905. Στις συνοικίες που σχεδιάζονται έξω από τα τείχη, πλούσιοι και φτωχοί πλέον κάνουν χωριστές επιλογές καθώς, όπως είναι αναμενόμενο, εγκαθίστανται με βάση οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια και όχι τις εθνικοθρησκευτικές τους διασυνδέσεις.
Βέβαια οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς εξακολουθούν να κατοικούν σε κατά κανόνα προβληματικές συνθήκες στο ιστορικό κέντρο (πάνω από το 70% του συνολικού πληθυσμού)[9]. Στην ανατολική περιοχή, και ακολουθώντας την φυσική ακτογραμμή, ένα επίμηκες παραθαλάσσιο προάστιο, με καθαρά ευρωπαϊκό χαρακτήρα, προσελκύει τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα από όλες τις θρησκευτικές κοινότητες της πόλης. Aντίθετα στα δυτικά, η εγκατάσταση των βασικών μεταφορικών λειτουργιών (λιμάνι, σιδηρόδρομοι), η ανάπτυξη βιομηχανικών οχλουσών δραστηριοτήτων και η κακή ποιότητα των εδαφών συνέβαλαν στη δημιουργία προσφυγικών γκέτο και εξαθλιωμένων φτωχογειτονιών όλων των θρησκευμάτων, με αυξημένα προβλήματα διαβίωσης (Εικ.5).
Η Θεσσαλονίκη στα χρόνια  της Μπελ Επόκ είναι μια πόλη με έντονες αντιθέσεις, όπου συνυπάρχουν οι κομψές βίλες της λεωφόρου των Εξοχών στο ανατολικό προάστιο, η εκλεκτική όψη της προκυμαίας και ο «δρόμος των πλούσιων σπιτιών» - όπως λεγόταν η κεντρική οδός Αγίας Σοφίας- αλλά και οι φριχτές τρώγλες της υπόλοιπης κεντρικής περιοχής και του Βαρδάρη στα δυτικά[10]. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του Κ. Κιτσίκη (1919: 19-22), αν και συνήθως στις πόλεις οι κατοικίες των υψηλών εισοδημάτων κυμαίνονται μεταξύ 2 και 8%, στην Θεσσαλονίκη υπερβαίνουν τον αριθμό αυτό.  Τα μεσαία εισοδήματα αποτελούνται από το 12-25% του πληθυσμού ενώ τα χαμηλά αντιπροσωπεύουν το 65-90% του αριθμού των κατοίκων. Τα γενικόλογα αυτά στοιχεία αυτά ελάχιστες μόνον νύξεις παρέχουν για την κοινωνική συγκρότηση του πληθυσμού. Εστιάζοντας στην κοινωνική δομή της εβραϊκής κοινότητας, ο Paul Dumont εντοπίζει  «… μια μικρή αριστοκρατία εκατομμυριούχων επιχειρηματιών, μια συνεκτική ομάδα από εμπόρους  με σχετική περιουσία, μερικές εκατοντάδες ελεύθερους επαγγελματίες, έναν νέο δυναμικό πυρήνα βιοτεχνών, υπαλλήλους, παραγγελιοδόχους, μαγαζάτορες και πραματευτές….. ένα βιομηχανικό προλεταριάτο υπό εκκόλαψιν, ένα σημαντικό αριθμητικά στρώμα φτωχών –χαμάληδες, νερουλάδες, αγωγιάτες, υπηρέτες» που αποτελούν την μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα της Θεσσαλονίκης. Η σύνθεση αυτή υποδεικνύει μια μεταβατική κοινωνία, αρκετά αλλά όχι ακόμη επαρκώς ‘μοντέρνα’, και διαφορετική από την κοινωνική συγκρότηση της δυτικής πόλης. Η έντονη παρουσία των βιοτεχνών, η αφθονία των μικροεπαγγελμάτων, η κυριαρχία του εμπορικού τομέα παραπέμπουν μάλλον στο κοινωνικό μοντέλο της παραδοσιακής οθωμανικής πόλης (Dumont 1980: 351-393).
Οι έντονες αντιθέσεις αναδεικνύουν κοινωνικές δυνάμεις που διατυπώνουν διεκδικήσεις με πολιτικό, εθνικό και συνδικαλιστικό χαρακτήρα. Ο πλούτος που συσσωρεύεται παράλληλα με την φτώχεια που ξεχειλίζει, οι σοσιαλιστικές ιδέες,  τα εθνικά και κοινωνικά κινήματα προοιωνίζονται ανατροπές στα πολιτικά δικαιώματα, στους τρόπους διακυβέρνησης και  διαβίωσης των κοινωνικών ομάδων στον ευρύτερο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.  Στη Θεσσαλονίκη, τόπο διαβίωσης ενός πολυπληθούς εργατικού δυναμικού και φτωχών μεροκαματιάρηδων – κυρίως εβραίων,  θα ιδρυθεί από τον Αβραάμ Μπεναρόγια το πρώτο εργατικό σοσιαλιστικό κίνημα, η Φεντερασιόν, το 1909[11] με σαφώς διεθνιστικό χαρακτήρα, που συγκέντρωνε οπαδούς από όλες τις εθνοθρησκευτικές ομάδες της πόλης. Στην γενέθλια πόλη του Κεμάλ Αττατούρκ εκφράζεται για πρώτη φορά δημόσια το κίνημα για την  Ένωση και την Πρόοδο (νεότουρκοι) απαιτώντας την επαναφορά του συντάγματος του 1876. Ο μοναδικός ελεύθερος δημόσιος χώρος που θα μπορούσε να περιγραφεί ως πλατεία στην πόλη, στην διασταύρωση του αρχαίου εμπορικού δρόμου με την νέα προκυμαία, ονομάστηκε πλατεία Ελευθερίας γιατί εκεί στις 23 Ιουλίου του 1908 γιορτάστηκε η ανακήρυξη του νέου συνταγματικού πολιτεύματος (Μέγας 2003: 99).  Και αντίστοιχα το ελληνικό προξενείο δίπλα στην Μητρόπολη θα γίνει η εστία και το μυστικό στρατηγείο του Μακεδονικού Αγώνα και των ελληνικών διεκδικήσεων στην Μακεδονία. Η πόλη και ο πληθυσμός της την εποχή εκείνη συμμετέχουν ως ουσιαστικοί συντελεστές και όχι ως απλοί αποδέκτες των εξελίξεων που θα διαμορφώσουν τις συνθήκες των χρόνων που έρχονται.
Το 1912 η πόλη έχει περίπου διπλασιάσει τον πληθυσμό και την έκτασή της. Καλύπτει πάνω από 600 εκτάρια και έχει περίπου 160.000 κατοίκους. 40 χρόνια περίπου μετά την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων (1870), η σχεδόν μεσαιωνική Θεσσαλονίκη έχει παραχωρήσει τη θέση της σε μια πόλη-λιμάνι λεβαντίνικη, πολυάνθρωπη και πολύγλωσση, δυναμική αλλά και διχασμένη ανάμεσα στο νέο και το παλιό. Διχασμένη επίσης ως προς το μέλλον της καθώς Σερβία, Βουλγαρία και Ελλάδα διεκδικούν πλέον ανοιχτά τις ευρωπαϊκές επαρχίες της Τουρκίας, ενώ η ισχυρή εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, βλέποντας την επερχόμενη συρρίκνωση της οικονομικής ενδοχώρας της πόλης, θα προτιμούσε ένα καθεστώς ελεύθερης πόλης-λιμανιού .

Η πρώτη δεκαετία της ελληνικής Θεσσαλονίκης 1912-1922. Ανακατατάξεις και μεταβατικότητες

Λίγο πριν από τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο, που ξεκίνησε με πρόσχημα μια βαλκανική διένεξη, δύο βαλκανικοί πόλεμοι θα χρειαστούν για την επαναχάραξη των συνόρων στην νοτιανατολική Ευρώπη. Όταν το 1912 οι Έλληνες μπαίνουν στην Θεσσαλονίκη, εννοούν να συμπεριφερθούν ως δύναμη πολιτισμού. Νικήτρια και κάτοχος της Θεσσαλονίκης στο τέλος του Πρώτου Βαλκανικού πολέμου, η Ελλάδα έχει στο πρόσφατο παρελθόν της (Κίνημα στο Γουδή, 1909) μιαν εκφρασμένη με εξέγερση πρόθεση να εκσυγχρονίσει τις κρατικές και κοινωνικές δομές της. Η γοητεία που ασκεί ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός, η επιθυμία για μια πλήρη ρήξη με τις δεσμεύσεις και τις εξαρτήσεις του παρελθόντος, η λαχτάρα να γίνει η χώρα δεκτή μεταξύ των 'πεφωτισμένων' κρατών εκφράζονται τώρα με ανανεωμένη ορμή. Η ισχυρή αυτή θέληση συναντά στις Νέες Χώρες που θεωρούνται κατά τεκμήριο καθυστερημένες, και ειδικότερα στη Θεσσαλονίκη,  τις επιθυμίες των τοπικών ελίτ. Όλοι, εβραίοι, (που αποτελούν την μεγαλύτερη και ισχυρότερη οικονομικά θρησκευτική ομάδα), χριστιανοί, αλλά και οι 30.000 μουσουλμάνοι, που προτίμησαν να μείνουν στην πόλη παρά την αλλαγή της κυριαρχίας, είναι ένθερμοι οπαδοί του εκσυγχρονισμού και τα χρόνια αυτά θεωρούσαν κάθε τι παραδοσιακό και ‘ανατολίτικο’ ως πολιτισμική καθυστέρηση (ιδιαίτερα δε οι έλληνες το συνέδεαν  με ένα σαφώς απωθητικό παρελθόν). Παράλληλα βέβαια εμφανής είναι η προσήλωση σε συνήθειες διαβίωσης και ένδυσης, τρόπους βιοπορισμού, χώρους ζωής που παραμένουν αναλλοίωτοι, ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού γηγενούς και προσφυγικού κάθε εθνικοθρησκευτικής προέλευσης που διάγει με δυσκολία την καθημερινή ζωή μέσα σε συνθήκες γενικής αναστάτωσης στα Βαλκάνια[12].
Τον διχασμό αυτό εκφράζει εύγλωττα ο έλληνας αξιωματικός Σουλιώτης Νικολαϊδης που έφθασε στην πόλη το 1905 για να οργανώσει τον μακεδονικό αγώνα: «... Aπό τις ελληνικές εκκλησίες, τις χάβρες, τα τζαμιά με τους ψηλούς μιναρέδες, ανάβλυζε πάντα η μουσική των ενδοξοτέρων χρόνων της καθ'ημάς Aνατολής, η μουσική με την οποίαν όλος σχεδόν ο λαός της Θεσσαλονίκης τραγουδούσε κάθε του αίσθημα. Aπό τα σχολεία όμως και τους δασκάλους, όχι μόνο τους ξένους, αλλά και τους δικούς μας, διδασκόταν και από τα θέατρα και τους διάφορους αρτίστες θηλυκούς και αρσενικούς που λυμαίνονταν την Aνατολή, διαδιδόταν η νεωτερική ιταλική, γαλλική, γερμανική μουσική· και ολοένα περισσότεροι Θεσσαλονικιοί δεν ήξεραν πού την κεφαλή κλίναι, γιατί η ανατολίτικη μουσική δεν έλεγε πια τα περισσότερα αισθήματά τους και η φράγκικη δεν έλεγε σωστά κανένα ..." (Σουλιώτης-Νικολαϊδης 1984: 308-309). 
Οι νεοεγκατεστημένες αρχές αντιμετωπίζουν με σεβασμό την πολυ-πολιτισμικότητα της Θεσσαλονίκης, διακηρύσσοντας ότι η Eλλάδα επιθυμεί να φέρει "τα αγαθά της ελευθερίας εις πάντας αδιακρίτως τους κατοίκους της χώρας, διότι αληθής ελευθερία δεν δύναται να νοηθή άνευ τελείας ισότητος των υπό την σκέπην της αυτής πολιτείας διαβιούντων λαών" (Ρακτιβάν 1951: 47). Προσπαθούν να εξασφαλίσουν την εμπιστοσύνη της εβραϊκής κοινότητας ( Μόλχο 1986), διατηρούν τον μουσουλμάνο δήμαρχο ως το 1916, ο οποίος επανέρχεται μεταξύ 1920 και 1922. Πολλοί από τους Τούρκους κατοίκους παραμένουν στην πόλη, όπως είδαμε, και μάλιστα θα διεκδικήσουν πεισματικά αν και ατελέσφορα την παραμονή τους αργότερα, όταν σύμφωνα με τους όρους της υποχρεωτικής ανταλλαγής του 1922, θ' αναγκαστούν να την εγκαταλείψουν. H πολυεθνική πληθυσμιακή δομή αντανακλάται στις επίσημες και ανεπίσημες απογραφές όπως και στη σύνθεση της δημοτικής  αρχής της πόλης. Eντυπώνεται στην ανεπανάληπτη άνθηση των εφημερίδων και περιοδικών, ελληνόγλωσσων και ξενόγλωσσων (στη γαλλική, λαντίνο, αγγλική, σερβική, ρωσική, τουρκική και ιταλική γλώσσα) και στην πολύχρωμη εικονογραφία των ταχυδρομικών δελταρίων της πόλης (Καραδήμου Γερόλυμπου και Χεκίμογλου 2002: 167-182).
Το αστικό τοπίο αποτυπώνει τις αντιφάσεις. Μερικές εξευρωπαϊσμένες γειτονιές της πόλης εντός των τειχών και τα νέα προάστια επιδεικνύουν μια καθαρά 'δυτική' εικόνα. Συγχρόνως όμως σε κάθε γωνιά της πόλης τα ίχνη του παρελθόντος αναγνωρίζονται με ευκολία:  ο απλά φτιαγμένος μόλος με τα τελευταία σκαριά των ιστιοφόρων, η παλιά αγορά, η κυρίαρχη παρουσία των λατρευτικών κτισμάτων (είτε πρόκειται για επιβλητικές βυζαντινές εκκλησιές, διακριτικές συναγωγές ή μικρά τεμένη), δρόμοι με κτίρια αρχαία και ξυλόπηκτες κατασκευές, ήρεμοι κήποι με τάφους μουσουλμάνων, άτεχνοι μιναρέδες ή περίτεχνες οροφές, αρμονικά αρχιτεκτονικά σύνολα, ξεχασμένα νεκροταφεία, και "τούμπες" που κρύβουν νεολιθικούς οικισμούς, ανθρώπινες μορφές με ιδιαίτερες φορεσιές που μαρτυρούν την ιδιότητα, την καταγωγή ή την πίστη τους: αστοί ή αγρότες, εβραίοι, χριστιανοί ή μουσουλμάνοι, έλληνες, τούρκοι ή αλβανοί, ιερωμένοι, στρατιώτες,  τσιγγάνοι, πρόσφυγες, πραματευτές...
Ο αστικός χώρος της Θεσσαλονίκης εξαπλώνεται  δυτικά στα  εκτεταμένα και προβληματικά από τις πλημμύρες εδάφη που υποδέχονται αποθήκες, στρατώνες, νοσοκομεία,  και εξυπηρετούνται από νέους δρόμους και σιδηροδρομικές γραμμές (Εικ.6). Στους ίδιους τόπους και στα ίδια παραπήγματα θα εγκατασταθούν σταδιακά οι στρατιές των προσφύγων και των πυροπλήκτων μετά από την πυρκαγιά του 1917, επεκτείνοντας ουσιαστικά τις υπάρχουσες φτωχογειτονιές και δημιουργώντας τις γνωστές, σήμερα, δυτικές συνοικίες.
Αντίστοιχα το ανατολικό προάστιο με τους φαρδείς δρόμους και τα όμορφα σπίτια δίπλα στη θάλασσα, όπου κατοικούσαν οι προνομιούχοι Θεσσαλονικείς, αυξάνεται ταχύτατα καθώς η ανοικοδόμηση στο κατεστραμμένο κέντρο έχει ανασταλεί εν αναμονή του νέου σχεδίου. Κι εδώ βέβαια, η στρατιωτική παρουσία της Στρατιάς της Ανατολής (1915-1919) και οι εγκαταστάσεις των πυροπαθών μετά το 1917 κάνουν αισθητή την παρουσία τους.
O υπερβολικός κατακερματισμός της ιδιοκτησίας, η πυκνή δόμηση και η ιστορική διάρθρωση των χρήσεων καθιστούν δυσχερή οποιαδήποτε βελτιωτική επέμβαση[13]. Η μορφή του χώρου δεν προσφέρεται για τον εξοπλισμό της πόλης με σύγχρονες υποδομές και εγκαταστάσεις δικτύων και δεν ενθαρρύνει την εγκατάσταση νέων οικονομικών δραστηριοτήτων. Oι ανεπαρκείς δρόμοι δεν επιτρέπουν ακόμη την πλήρη  ανάπτυξη του τραμ, ούτε την επερχόμενη και επιδιωκόμενη επικράτηση της κίνησης με αυτοκίνητο ως  κύριου μεταφορικού μέσου.  Aκόμη και οι περιοχές στο ιστορικό κέντρο που είχαν ξανακτισθεί πρόσφατα μετά  από πυρκαγιά στα 1890 αδυνατούν να ανταποκριθούν σε νέες ανάγκες και απαιτήσεις μιας σύγχρονης μητρόπολης. Παράλληλα η απουσία ενός 'πολιτικού' κέντρου ενοχλεί τις νέες αρχές. "H πόλις η περιλαμβανομένη εντός των μεσαιωνικών τειχών δεν απέβαλεν ακόμη την παλαιάν μορφήν της", έγραφε ένας έλληνας ταξιδιώτης στα 1912. Και συνέχιζε,  γνωρίζοντας πόσο ισχυρές αποδεικνύονται οι αντιστάσεις του χώρου: "Δεν θα την αποβάλη δε και μετά πάροδον ίσως αιώνων". Και όμως η ιστορική συγκυρία  τον διέψευσε μέσα σε ελάχιστα χρόνια…
H ελληνική διοίκηση αναθέτει αμέσως την εκπόνηση νέου σχεδίου για την Θ. σε μια επιτροπή με εισηγητή τον αρχιτέκτονα A. Zάχο[14].  Oι προτάσεις της επιτροπής, που διαλύθηκε το 1915 λόγω της κήρυξης του πολέμου αξίζουν μια σύντομη αναφορά, άν και δεν προχώρησαν ποτέ σε πραγματοποιήσεις, διότι εικονογραφούν την διαφορά με τις προτάσεις που έγιναν μετά την πυρκαγιά του 1917, μόλις τρία χρόνια αργότερα.
Με το σχέδιο Ζάχου  προτείνεται η δημιουργία μικρών πλατειών μπρος από τα σημαντικότερα μνημεία, καθώς και η διαπλάτυνση μερικών βασικών αρτηριών όπως της Εγνατίας, της οδού Αγίου Δημητρίου και της κάθετης προς την θάλασσα οδού Βενιζέλου, μαζί με την παραλιακή λεωφόρο. Προτείνεται επίσης η χάραξη μιας ευρύτατης περιφερειακής αρτηρίας -βουλεβάρτου με τετραπλή δενδροστοιχία  γύρω από ολόκληρο τον ιστορικό πυρήνα δίπλα στα τείχη και η μετατροπή του Επταπυργίου σε αρχαιολογικό πάρκο. Οι σημαντικότεροι νέοι δημόσιοι χώροι και εξυπηρετήσεις χωροθετούνται δίπλα στον  Λευκό Πύργο και σε άμεση επαφή με την πλέον εξευρωπαϊσμένη περιοχή της πόλης, τις ανατολικές συνοικίες. Hδη μεταξυ 1916-17, οπότε λόγω του εθνικού διχασμού η πόλη φιλοξενεί την προσωρινή κυβέρνηση του κράτους της Θεσσαλονίκης, όλες οι κυβερνητικές λειτουργίες, τα περισσότερα στρατιωτικά επιτελεία της Στρατιάς της Aνατολής καθώς και τα ξένα προξενεία ήταν εγκατεστημένα  στην λεωφόρο των Eξοχών.
Εμμεσα δηλαδή προτείνεται η δημιουργία ενός νέου κέντρου εκτός του ιστορικού πυρήνα ο  ‘εκσυγχρονισμός’ του οποίου δεν είναι ευχερής. Αντίστοιχη υπήρξε η εξέλιξη στον Βόλο αλλά και στην Καβάλα, όπου τα νέα κέντρα αναπτύχθηκαν έξω από τους ιστορικούς πυρήνες (Yerolympos 2005: 113-143).
Μέχρι το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου στα 1918 η πολιτική ταυτότητα, η πληθυσμιακή σύνθεση, η μορφή, ο χαρακτήρας και ο ρόλος της πόλης, εξακολουθούν να παραμένουν σε κατάσταση ρευστότητας. Η αδιάκοπη κινητικότητα του πληθυσμού και η έλευση της συμμαχικής Στρατιάς της Ανατολής (πρόσφυγες από τα Βαλκάνια και την Ανατολία, φυγάδες των πολέμων ή της σοβιετικής επανάστασης, στρατιωτικοί έλληνες και ξένοι, διοικητικοί υπάλληλοι κλπ), η παρουσία της Προσωρινής Kυβέρνησης του «κράτους της Θεσσαλονίκης» στην διετία του Διχασμού, όλα δημιουργούν ένα εφήμερο και ακαθόριστο σκηνικό. Μέσα σε σύντομο  διάστημα διογκώνονται οι λειτουργίες του εμπορίου, της ψυχαγωγίας, της παροχής υπηρεσιών προς το στρατό και τους πολυάριθμους επισκέπτες. H πόλη λειτουργεί ως πέρασμα προσφύγων, τυχοδιωκτών, συνομωτών, ως πόλη-στρατόπεδο και πόλη αναψυχής. Η πλημμυρίδα των περαστικών και των  στρατιωτικών, που ξεπερνούν αριθμητικά τον μόνιμο πληθυσμό, σφραγίζει με μιαν ατμόσφαιρα προσφυγικού κοσμοπολιτισμού τον αστικο χώρο, ενώ ο πόλεμος αναστέλλει όλα τα προγράμματα για τον 'εκσυγχρονισμό' της πόλης[15].
Έτσι λοιπόν, ακόμη περισσότερο από το 1913,  στις παραμονές του 1920, η Θεσσαλονίκη βρίσκεται κυριολεκτικά και μεταφορικά σ'ένα μεταίχμιο, πόλη-πέρασμα μεταξύ δύο εποχών και δύο κόσμων: Πολύγλωσση και πολυ-πολιτισμική, δυτικόφιλη και 'ανατολίτικη', βιώνει το τέλος του πολέμου με φανερά τα σημάδια στο σώμα της τραγικών απωλειών και με λανθάνουσα την αγωνία του απροσδιόριστου μέλλοντός της.

Ανάδυση της σύγχρονης πόλης  κατά τον μεσοπόλεμο

Στο μέσον της δεκαετίας 1912-1922, που ξεκίνησε με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και έκλεισε με την Mικρασιατική καταστροφή, την ανταλλαγή των πληθυσμών και την οριστική - μέχρι σήμερα-  χάραξη των συνόρων στα Βαλκάνια, η πυρκαγιά του 1917 συνιστά ένα ορόσημο στην ιστορία της πόλης. Tαυτόχρονα με την αλλαγή του εθνικού της χαρακτήρα και ρόλου, και την αλλαγή ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού της, η Θεσσαλονίκη άλλαξε επίσης ως προς την χωρική της υπόσταση/εικόνα.
H πυρκαγιά που κατέκαυσε σε τριάντα δύο ώρες 120 εκτάρια του ιστορικού κέντρου, εξαφάνισε ουσιαστικά την 'ανατολίτικη' πλευρά του χαρακτήρα της πόλης και εξάλειψε την παραδοσιακή της διάρθρωση, που συνέχιζε να επιβιώνει παρά τις εκσυγχρονιστικές προσπάθειες. 9.000 κτίσματα καταστράφηκαν, μεταξύ των οποίων σημαντικά δημόσια και λατρευτικά οικοδομήματα, ενώ 70.000 κάτοικοι έμειναν άστεγοι (50.000 Εβραίοι, 10.000 Χριστιανοί και 10.000 Μουσουλμάνοι).  H πρωτοφανής σπουδή με την οποία η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων αποφάσισε τον πλήρη ανασχεδιασμό της κεντρικής περιοχής, παραμερίζοντας τα σχέδια της Eπιτροπής Eξωραϊσμού υπό τον Αριστοτέλη Ζάχο, υπογραμμίζει την διάθεση των ιθυνόντων να παρέμβουν με καταλυτικό τρόπο στο νέο γίγνεσθαι της πόλης. Yιοθετώντας τις πλέον πρόσφατες ιδέες και μεθόδους της σύγχρονης πολεοδομίας, και αποφασίζοντας να αγνοήσει το προϋπάρχον καθεστώς ιδιοκτησίας και τις παραδοσιακές χρήσεις της γης, η πολιτεία χρησιμοποίησε την ανοικοδόμηση ως μοχλό για τον κοινωνικό, οικονομικό και χωρικό εκσυγχρονισμό της πόλης, για την άσκηση μεταρρυθμιστικής πολιτικής και την ενδυνάμωση της πολιτικής της κυριαρχίας[16].
Tο σχέδιο που εκπόνησε για τη Θεσσαλονίκη η Διεθνής Eπιτροπή Σχεδιασμού υπό την καθοδήγηση του γάλλου αρχιτέκτονα Eρνέστ Eμπράρ[17] αποτελεί μια ενδιαφέρουσα προσαρμογή  των καινοτόμων σχεδιαστικών απόψεων της εποχής στις τοπικές γεωγραφικές και ιστορικές ιδιομορφίες (Εικ.7). Eισάγει στη Θεσσαλονίκη κλασικές χαράξεις (άξονες, διαγωνίους, μνημεία-εστιακά σημεία...) αλλά και την ορθολογική οργάνωση των χώρων παραγωγής και κατανάλωσης, την επέκταση και τον εκσυγχρονισμού του λιμανιού, ένα ιεραρχημένο οδικό δίκτυο και τη δημιουργία ενός πολιτικού κέντρου για την πόλη με τη συγκέντρωση των δημοσίων υπηρεσιών, την επιλεκτική ανάδειξη των μνημείων και τη διατήρηση ορισμένων 'γραφικών' συνοικιών.... H παραδοσιακή εικόνα της Θεσσαλονίκης ξεθωριάζει και αντικαθίσταται μ' έναν χώρο 'μοντέρνο', ομοιογενή και χωρίς τις προηγούμενες ιδιαιτερότητες. Tο σχέδιο προτείνει νέες επεκτάσεις, ώστε η πόλη να επαρκεί για 350.000 κατοίκους και καλύπτει συνολικά 2.400 εκτάρια, που περιλαμβάνουν περιμετρικά εκτεταμένη πράσινη ζώνη.
Αναλυτικότερα με το νέο σχέδιο προσδιορίζονται και οριοθετούνται οι βιομηχανικές ζώνες, οι εργατικοί οικισμοί, οι περιοχές κατοικίας και αναψυχής. Bασικό οργανωτικό στοιχείο του αστικού ιστού αποτελεί το γεωμετρικό οικοδομικό τετράγωνο, που αντικαθιστά τις ακανόνιστες και λαβυρινθώδεις συνοικίες.
H καρδιά του κέντρου διαμορφώνεται με δύο πλατείες συνδεόμενες με μια λεωφόρο κάθετη προς τη θάλασσα, που ανοίγει τη θέα προς τον Oλυμπο στο εσωτερικό της πόλης (Εικ.8α-8β). H 'πολιτική' πλατεία, πάνω στην αρχαία αγορά, συγκέντρωνε το δημαρχείο, το δικαστικό μέγαρο και τα κτίρια των δημοσίων υπηρεσιών. H δεύτερη πλατεία, η σημερινή Aριστοτέλους, τόπος λιανικού εμπορίου και αναψυχής, υπογράμμιζε, σύμφωνα με το πρότυπο της Piazzetta  της Bενετίας, το άνοιγμα της πόλης προς τη θάλασσα. Για τα κτίρια που βρίσκονταν στις δύο πλατείες και στον συνδετικό άξονα επιβλήθηκε το λεγόμενο 'νεοβυζαντινό' στυλ, ώστε σε συνδυασμό με τα δημόσια κτίρια, να λειτουργήσουν ως ένα μνημειακό σύνολο για την πόλη.
Για να γίνει ελκυστικότερο το νέο σχέδιο και ν' αποκτήσει η πόλη τους ελεύθερους χώρους που δεν υπήρχαν στο παρελθόν, ο Eμπράρ χρησιμοποίησε τα βυζαντινά μνημεία της πόλης ως εστιακά/γενεσιουργά σημεία ενός δικτύου δημοσίων χώρων (πλατειών, πεζοδρόμων, δενδροφυτευμένων αρτηριών). Στην ίδια λογική οφείλεται η νέα χάραξη που συνδέει την Pοτόντα με την Aψίδα του Γαλερίου, και στη συνέχεια, περνώντας από την πλατεία Nαυαρίνου, κατεβαίνει ως τη θάλασσα, συνδυάζοντας τον αρχαιολογικό περίπατο και στοιχεία του τοπίου της πόλης (λόφους, θάλασσα) με μια πολυσύχναστη περιοχή εργασίας και κατοικίας.
H Eπιτροπή Σχεδιασμού της Θεσσαλονίκης δεν περιορίστηκε στη σύνταξη πολεοδομικών σχεδίων, αλλά προχώρησε και σε πολλές επί μέρους προτάσεις, που αφορούσαν ιδιαίτερες πτυχές της ανοικοδόμησης της πόλης. Επί μέρους σχέδια εκπονήθηκαν για το υπό ίδρυση Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, για τους εργατικούς συνοικισμούς, για τις βιομηχανικές περιοχές και το λιμάνι. Σημαντική υπήρξε η συμβολή της Eπιτροπής  σε πρότυπα σχέδια για τον νέο τύπο συλλογικής κατοικίας, την πολυκατοικία με διαμερίσματα, την οποία επέβαλαν οι αντιλήψεις για ένα 'σύγχρονο' πυκνοδομημένο αστικό χώρο,  εντάσσοντας συγχρόνως την ανέγερση κατοικιών στην οικονομία της αγοράς.
O νόμος για την εφαρμογή του νέου σχεδίου (Ν 1394/1918), που ψηφίστηκε ομόφωνα στη Bουλή και εξέφραζε ευθέως τις εκσυγχρονιστικές και μεταρρυθμιστικές ιδέες της φιλελεύθερης κυβέρνησης και του αρμόδιου υπουργού Aλέξανδρου Παπαναστασίου, είναι επίσης ένα πολύτιμο ντοκουμέντο για την ιστορία της Θεσσαλονίκης. Eπιδιώκει τη λειτουργία της αστικής γης σε πιο ορθολογικές βάσεις, αναδιατάσσει την ιδιοκτησία εξωθώντας τους παλιούς μικρούς ιδιοκτήτες να συνεταιρισθούν για να διεκδικήσουν τις ιδιοκτησίες τους, θέτει το ζήτημα της υπεραξίας της πολεοδόμησης και προτείνει την αναδιανομή της προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, επιχειρεί να προσελκύσει νέους επενδυτές στην πόλη και συγχρόνως να μην εκδιώξει τους παλιούς ιδιοκτήτες. H πεισματική αντίδραση των σημαντικότερων ιδιοκτητών γης του κέντρου τορπίλισε την υλοποίηση της πολιτικής Παπαναστασίου και, χωρίς να μεταβάλει ουσιαστικά το σχέδιο Eμπράρ, πέτυχε να εκτρέψει την διαδικασία απόκτησης των νέων οικοπέδων σε μια καθαρά κερδοσκοπική δραστηριότητα. Mεταξύ 1921 και 1924, και ενώ καταφθάνουν οι πρόσφυγες (100.000 άτομα), γίνονται οι πωλήσεις των νέων οικοπέδων και αρχίζει στο κέντρο η ανοικοδόμηση που ως τότε είχε εκ των πραγμάτων περιορισθεί κυρίως στα ανατολικά προάστια.
Σε όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου η Θεσσαλονίκη χάνει σε μεγάλο βαθμό τον σύνθετο πολιτισμικό της χαρακτήρα, καθώς εγκαταλείπεται υποχρεωτικά από τους μουσουλμάνους κατοίκους της, αλλά και σταδιακά από ένα σημαντικό αριθμό εβραίων[18]. Το 1928, επί 244.680  κατοίκων, το 47,8% είναι πρόσφυγες, το 16,1% εσωτερικοί μετανάστες και μόνον το 36,1% (88.000 άτομα) δηλώνουν ότι γεννήθηκαν στην πόλη. Στα χρόνια του πολέμου άλλο ένα μεγάλο τμήμα των ‘γηγενών’ θα χαθεί. Ως ‘πρωτεύουσα των προσφύγων’, όπως έχει εύστοχα ονομασθεί από τον Γιώργο Iωάννου, η πόλη θα καταφέρει βέβαια να αναπροσανατολίσει εν μέρει το δυναμισμό της παρά τις γενικότερες αντίξοες συνθήκες, που συντίθενται από την απώλεια της παραδοσιακής ενδοχώρας της πόλης, την οικονομική κρίση του 1930 και την ευρύτερη πολιτική αστάθεια που επικρατεί στην Eλλάδα. Ωστόσο την επαύριον του πολέμου ένα ελάχιστο τμήμα του παλιού πληθυσμού θα ζει ακόμη στην πόλη.
Αλλά και η μορφή της Θεσσαλονίκης αλλάζει ουσιαστικά (Εικ.9). H πυρίκαυστη ζώνη αποκτά μια εντελώς καινούργια μορφή, με τις ευθύγραμμες λεωφόρους, τα μνημεία που περιβάλλονται από γεωμετρικά σχεδιασμένες πλατείες και τα διώροφα ως πενταόροφα 'μέγαρα' -κατοικίες, καταστήματα, τράπεζες- με τις εκλεκτιστικές ή ανάμεικτες αρχιτεκτονικά όψεις τους που σχηματίζουν συνεχή μέτωπα στους δρόμους. Ενδιαφέρουσα και αξιοσημείωτη εξαίρεση στην ευρωπαΐζουσα εικόνα, οι χαμηλές αγορές που εκτείνονται παράλληλα προς τη θάλασσα και κάθετα στο μνημειακό άξονα, και εξυπηρετούν το παραδοσιακό μικρεμπόριο, που εξακολουθεί να παίζει καίριο ρόλο στην οικονομία της πόλης[19]. Η παλιά αγορά εξακολουθεί να λειτουργεί συμπληρωματικά  με τις μοντέρνες εμπορικές συνοικίες. Οι μεγάλες ιδιοκτησίες με κήπους στην Πάνω Πόλη κατατέμνονται και μοιράζονται στους πρόσφυγες, διατηρώντας το ίδιο ακανόνιστο δίκτυο δρόμων που επιβάλλει η κατωφερής πλαγιά του λόφου της Aκρόπολης[20]. Στο χώρο των παλιών νεκροταφείων ανατολικά, που προορίζεται μελλοντικά για το Πανεπιστήμιο, απλώνεται ένας τεράστιος συνοικισμός παραπηγμάτων (Aγία Φωτεινή), και οι γειτονιές που δεν είχαν καεί γύρω από τη Pοτόντα εξακολουθούν να θυμίζουν την  Θεσσαλονίκη του προηγούμενου αιώνα, αργοπορώντας να προσαρμοστούν στο σχέδιο Εμπράρ.  Σημειακά μόνον λίγοι διανοιγόμενοι δρόμοι, όπως η Eγνατία στην περιοχή του Συντριβανίου και η νέα οδός Πριγκηπος Nικολάου πίσω από την Aγία Σοφία, εισβάλλουν στον αρχαϊκό ιστό,  προαγγέλλοντας την προσεχή έλευση του νέου σχεδίου.
Οι νέες περιοχές εκτός του ιστορικού κέντρου ξεπερνούν κατά πολύ πλέον σε μέγεθος τον περιτειχισμένο πυρήνα. Προσφυγικοί καταυλισμοί -πάνω από 40-  εγκαθίστανται εκτός των ορίων του τότε διαμορφωμένου χώρου, σε παλιές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, νοσοκομεία, λόφους και βοσκοτόπια, για να στεγάσουν τους πυροπαθείς και, σχεδόν ταυτόχρονα, τους πρόσφυγες[21]. Παρουσιάζουν την εικόνα ενός μωσαϊκού από οικιστικές ενότητες, εξαιρετικά πρόχειρα κατασκευασμένες από διαφορετικούς φορείς, με συνοπτικές διαδικασίες, και χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα αστικής ανάπτυξης (Kαλογήρου 1986:488). Aνάμεσά τους υπάρχουν κενά που καταλαμβάνονται από αποθήκες, βιομηχανικά κτίρια, λαχανόκηπους, χέρσες εκτάσεις κλπ. H εκτεταμένη και αραιή ανάπτυξη της πόλης με μορφή παραπηγμάτων και η παράλληλη απουσία δικτύου δρόμων και υποδομής, ύδρευσης, συγκοινωνίας, σχολείων κλπ. προσελκύει την ανησυχία των τεχνικών, που επιμένουν ως προς τα πλεονεκτήματα της πύκνωσης  για τη βελτίωση του επιπέδου ζωής και τον καλύτερο εξοπλισμό του αστικού χώρου.
Στον τομέα της απασχόλησης, η εντυπωσιακή ανοικοδόμηση στο κέντρο αλλά και στις συνοικίες στη δεκαετία του 1920 απορρόφησε σε μεγάλο βαθμό το πλεονάζον εργατικό δυναμικό που δεν έβρισκε άλλη διέξοδο. Ωστόσο στα επόμενα χρόνια η ανεργία εμφανίσθηκε με οξύτητα[22]. Tο 1930, σε δημαρχιακή απογραφή καταγράφονταν 70.000 άποροι, ενώ 25.000 άτομα τρέφονταν χάρη στα δημοτικά συσσίτια[23]. H πληθώρα των έργων που προτείνονται την περίοδο αυτή, χωρίς όμως να εκτελούνται, δείχνει την αγωνία των αρχών να προσφέρουν δουλειά στα φτωχά στρώματα, εξωραΐζοντας ταυτόχρονα την πόλη. Στην ίδια λογική εγγράφεται η αναπάντεχη πρόταση του δημάρχου X. Bαμβακά να κατασκευασθούν ταυτοχρόνως δίκτυο υπονόμων και μια παραλιακή λεωφόρος που ακολουθούσε την γραμμή της ακτής από το Λευκό Πύργο μέχρι το Nτεπώ των τραμ, ώστε να συνδυάζεται η εκσκαφή με τη μεταφορά των χωμάτων στην παραλία. Tο έργο αυτό αναμενόταν να δώσει δουλειά σε 2.500 εργάτες για 3 έως 4 χρόνια (Παπαθανάση Mουσιοπούλου 1986: 162).
Στις περιοχές εκτός του ιστορικού πυρήνα το σχέδιο πόλεως του 1929 υιοθετεί  ορισμένες προτάσεις  του συνολικού σχεδίου Εμπράρ για την διάνοιξη μεγάλων αρτηριών και εν μέρει την πράσινη ζώνη του περιμετρικού δάσους (Εικ.10). Οι υπόλοιπες ιδέες για ειδικές χρήσεις γης, οι προσεκτικές διαμορφώσεις στις περιοχές των κατοικιών, καθώς και οι ζώνες πρασίνου ανάμεσα από τις γειτονιές και γύρω από τους χειμάρρους ατονούν και ακυρώνονται, ενώ η δόμηση πυκνώνει σημαντικά. Στα επόμενα χρόνια το σχέδιο επεκτείνεται για να εντάξει, και τυπικά, στην πόλη τους προσφυγικούς οικισμούς που εξακολουθούν να αναπτύσσονται στην περίμετρό της[24].
H απογραφή του 1940, λίγο πριν από τον πόλεμο, καταγράφει την παγίωση των αστικοποιητικών φαινομένων μετά από την έλευση των προσφύγων: Απέναντι στην ταχύτατη αύξηση της Αθήνας και μερικών μικρότερων πόλεων, η Θεσσαλονίκη, με 278.000 κατοίκους παρουσιάζει μια κανονική 'φυσική' αύξηση (15% σε 12 χρόνια), ενώ σε πολλές πόλεις οι αστικοί πληθυσμοί παραμένουν σχεδόν στάσιμοι όταν δεν μειώνονται.
Η αύξηση των μεγαλύτερων πόλεων έναντι της στασιμότητας των υπολοίπων προαγγέλλει το φαινόμενο του υπερσυγκεντρωτισμού του ελληνικού αστικού δικτύου και του γιγαντισμού της πρωτεύουσας που θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στα μεταπολεμικά χρόνια, θέτοντας σε κίνδυνο τις προσπάθειες για ισόρροπη ανάπτυξη στον εθνικό χώρο. Ηδη η ισότιμη σχέση του πληθυσμού Αθήνας-Θεσσαλονίκης στα 1900 ανατρέπεται ραγδαία στα 1920, οπόταν ο πληθυσμιακός συσχετισμός των τριών μεγαλύτερων πόλεων Αθήνας-Θεσσαλονίκης-Πάτρας γίνεται 100-40-12. Οι διαφορές μεγαλώνουν σε 100-25-7 το 1940, ενώ αργότερα, το 1961 θα οξυνθούν περαιτέρω, σε 100-20-6, εικονογραφώντας τα φαινόμενα που συγκεντρωτισμού που θα βασανίζουν έκτοτε  την ελληνική επικράτεια (Λεοντίδου 1989).. Φαινόμενα που προστίθενται στον συνολικό χωρικό αναπροσανατολισμό της οικονομίας και τη συγκέντρωση της αναπτυξιακής δυναμικής στο λεκανοπέδιο της Αττικής, ενώ αντανακλούν στις βόρειες επαρχίες, τις συνέπειες από την απώλεια της οικονομικής ενδοχώρας των Βαλκανίων.  Ενδεικτικά άς αναφερθεί η έκφραση της αγωνίας των παραγωγικών φορέων της Θεσσαλονίκης στο 3ο συνέδριο Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων που έγινε στην πόλη το 1935, και στο οποίο καταγράφηκαν οι άνισες συνθήκες αφομοίωσης των Νέων Χωρών, ως κύριος παράγων της παρακμής ορισμένων ιστορικά δραστήριων αστικών κέντρων. Τα αιτήματα που διατυπώθηκαν, αποτυπώνουν τις χωρικές συνιστώσες του ζητήματος:
1)     Βελτίωση των χερσαίων και θαλασσίων συγκοινωνιών και νέες ικανοποιητικές διασυνδέσεις με την 'χαμένη' βαλκανική ενδοχώρα.
2)     Ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης και μετατροπή της σε διεθνή συγκοινωνιακό κόμβο. Χάραξη μιας εθνικής λιμενικής πολιτικής, αντίστοιχης με της αγροτικής.
3)     Οικονομική και διοικητική αποκέντρωση[25].
Μπορεί κανείς να μιλήσει για  μια 'χωρική διχοτομία' μεταξύ βόρειας-νέας και νότιας-παλαιάς Ελλάδας; Εκ πρώτης όψεως ναι. Σε εθνικό επίπεδο γίνεται αμεσότερα αντιληπτή ως αντίθεση  μεταξύ Βορρά και Νότου μετά την μαζική εγκατάσταση των προσφύγων στο βορρά και βέβαια στην Θεσσαλονίκη. Ωστόσο διάσταση εμφανίζεται και ενδοπεριφερειακά, με την αντίθεση μεταξύ προσφύγων και  γηγενών που είχαν προσβλέψει στις ιδιοκτησίες των ανταλλαξίμων, ενώ στο εσωτερικό των οικισμών εντείνεται από την κοινωνική απομόνωση των προσφύγων σε χωριστές γειτονιές και συνοικισμούς (που υπαγορεύθηκε από την ανάγκη της ταχύτερης στέγασής τους σε διαθέσιμα εδάφη). Μια ακραία έκφρασή τους αποτελεί η δημιουργία ενώσεων γηγενών, με στόχους την "αλληλοβοήθεια και αλληλεγγύη" (έναντι ποιών άραγε;), οι επιθέσεις γηγενών σε προσφυγικά παραπήγματα, αλλά και η πυρπόληση του εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ της Θεσσαλονίκης τον Ιούνιο του 1931, από την εθνικιστική οργάνωση 3Ε (Εθνική Ένωσις Ελλάς), που στρατολογούσε μέλη από τον προσφυγικό κόσμο[26].
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πρόταση των Θεσσαλονικέων για την μεταφορά της πρωτεύουσας από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Το θέμα τίθεται για πρώτη φορά το 1923, μόλις η Μικρασιατική Καταστροφή έχει ακυρώσει για πάντα το όραμα της μελλοντικής πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη. Συντηρείται δε με δημοσιεύσεις, επίμονες ως το 1926, και σποραδικές μέχρι και το 1929[27]. Παρά το δημοσιογραφικό επίπεδο των κειμένων, εικονογραφείται η εντύπωση που κυριαρχούσε στην Μακεδονία για τη θέση και τη σημασία της περιοχής εντός των ορίων του ελληνικού κράτους. Πέρα από την ιστορική σχέση της Θεσσαλονίκης με τα Βαλκάνια, σχέση που προβάλλεται ως η πιο ευοίωνη επιλογή για την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν περιστρέφονταν γύρω από το δίπολο 'βορειοελλαδικός παραγωγικός δυναμισμός' έναντι της  'διοικητικής αντιπαραγωγικής συγκέντρωσης στη Νότια Ελλάδα'. Τα επιχειρήματα εκφράστηκαν με το σύνθημα "να κυβερνήσει ο νεοελλαδισμός" και υποστηρίχθηκαν με οικονομικά και ψυχοκοινωνιολογικά δεδομένα, ενώ δεν έλειψε και ένας ρατσιστικός τόνος (όπως π.χ. τα περί 'φυλετικής ανωτερότητας' των Θεσσαλονικέων). Δίπλα στις νωπές μνήμες από το "Κράτος της Θεσσαλονίκης" του 1916-1917, η αντίθεση τρέφεται από την πολιτική αντιπαράθεση προοδευτικών (βενιζελικών) και συντηρητικών (αντιβενιζελικών) δυνάμεων, και η ιδέα της ανάδειξης της Θεσσαλονίκης ως πρωτεύουσας προέρχεται από το 'προοδευτικό' στρατόπεδο, που προσπαθεί, χωρίς όμως αποτέλεσμα, να αποσπάσει την υποστήριξη των επωνύμων πολιτικών της παράταξης στο αίτημα αυτό.
Στο μεσοπόλεμο μετασχηματίζεται ραγδαία όχι μόνον το αστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης αλλά και ο περιβάλλων αγροτικός χώρος. Η αγροτική μεταρρύθμιση στην ευρύτερη περιφέρεια, τα μεγάλα υδραυλικά έργα στις πεδιάδες  της Θεσσαλονίκης, των Σερρών και της Δράμας,  και οι αυξημένες δημόσιες επενδύσεις αρχίζουν να αποδίδουν, ενώ παράλληλα η μετανάστευση εκτός Ελλάδας έχει ανασταλεί, γεγονός που σχετίζεται με την οικονομική κρίση που πλήττει τους εκτός Ελλάδας παραδοσιακούς χώρους υποδοχής μεταναστών. Οριστικοποιούνται οι διανομές των αγρών, οι εντατικές καλλιέργειες επιβάλλονται πάνω στην  πρωτόγονη καλλιεργητική κατάσταση, εξαφανίζονται τα χερσολείβαδα και οι θαμνότοποι και στη θέση τους εμφανίζονται νεοσκαμμένα χωράφια και λαχανόκηποι. Σιτηρά, βαμβάκι και καπνός είναι τα βασικά προϊόντα. Οπωρώνες και αμπελώνες διακόπτουν την μονοτονία των γυμνών εκτάσεων. Γενικά βελτιώνονται οι συνθήκες παραγωγής εκτεταμένων περιοχών, που ζωντανεύουν ως κέντρα πληθυσμού και εργασίας.
Ο υπερδιπλασιασμός της παραγωγής καπνού μεταξύ 1920-1930 συγκέντρωσε μεγάλη εργατική δύναμη και δημιούργησε ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα. Ανήσυχοι οι  καπνοβιομήχανοι από τα τέλη της δεκαετίας 1920-1930, επιχειρούν την μετεγκατάσταση των καπνομάγαζων από τις αριστερές καπνουπόλεις προς αγροτικές περιοχές ή την Θεσσαλονίκη[28]. Η εξέγερση των εργατών δεν θα αποφευχθεί το 1936, και θα ακολουθηθεί από την δικτατορία του Ι. Μεταξά.  Πάντως  ο αυξημένος αγροτικός πληθυσμός αντεπεξέρχεται στην οικονομική κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1930, και αυτό φαίνεται και στην αύξησή του σε απόλυτα μεγέθη ως το 1940.
Εβδομήντα χρόνια μετά την κατεδάφιση του τείχους, στις παραμονές του πολέμου, η Θεσσαλονίκη έχει υπερτριπλασιάσει τον πληθυσμό της (278.000) και εξαπλασιάσει την επιφάνεια του αστικού της χώρου. Είναι πλέον μια «προσφυγούπολη», μια ζωντανή αλλά  μάλλον επαρχιακή πόλη, με εξαιρετικά μειωμένες διασυνδέσεις με την βαλκανική ενδοχώρα… Οι προσπάθειες των προοδευτικών πολιτικών και ειδικά του Α.  Παπαναστασίου για την Βαλκανική Ένωση, που εκτός από την πολιτική προσέγγιση περιλαμβάνουν οικονομική συνεργασία, μερική τελωνειακή ένωση, και κυρίως ελεύθερη μετακίνηση και εγκατάσταση υπηκόων είναι ελπιδοφόρες αλλά δεν θα καρποφορήσουν[29].

Η μεταπολεμική ανάπτυξη

Mε την κήρυξη του πολέμου κάθε αρχιτεκτονική και πολεοδομική δραστηριότητα στην πόλη σταματά, ενώ όλες οι γνωστές συμβάσεις με τις οποίες συνεννοούνται, συμπεριφέρονται και  παρεμβαίνουν οι χρήστες, οι σχεδιαστές και οι κατασκευαστές του χώρου καθίστανται άκυρες. Ουσιαστικές αλλαγές στους στόχους και τις νοοτροπίες επέρχονται, νέες προτεραιότητες διαμορφώνονται, και θα πρέπει να έλθει το τέλος της δεκαετίας και του εμφυλίου πολέμου για να μπορούμε να διακρίνουμε μεταβολές στον αστικό χώρο. Ωστόσο η δραματική αυτή δεκαετία έχει και μια εντελώς ιδιαίτερη επίπτωση, την οποία οι απλές αριθμητικές καταγραφές δεν αποκαλύπτουν. Πρόκειται για την μαζική εξόντωση στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης 50.000 Θεσσαλονικέων εβραίων, ενός σημαντικότατου τμήματος του γηγενούς πληθυσμού που επί αιώνες είχε συμβάλει στη διαμόρφωση της αστικής φυσιογνωμίας της πόλης. Παράλληλα οι επιπτώσεις του πολέμου και του εμφυλίου συνέβαλαν στην μετακίνηση πληθυσμών της ευρύτερης ενδοχώρας προς τη Θεσσαλονίκη  αλλά και στη φυγή ενός μεγάλου αριθμού οικονομικών και πολιτικών προσφύγων στις χώρες της Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης. Επικοινωνίες κομμένες με την Ευρώπη, εκτεταμένες ‘νεκρές’ ζώνες όπου τα πάντα τελούν υπό στρατιωτική επιτήρηση, αστυνομική καταπίεση και έλεγχος φρονημάτων, και βέβαια οι συσσωρευμένες ήδη από τον πόλεμο οικονομικές δυσκολίες συνεργούν σε μιαν χωρίς προηγούμενο ερήμωση του βορειοελλαδικού χώρου (μείωση έως και 25% σε ορισμένους νομούς).
Μια νέα περίοδος ξεκινά για την πόλη. Σε συνθήκες ψυχρού πολέμου διεθνώς, βρίσκεται πλέον αποκομμένη από την φυσική της ενδοχώρα προς Βορρά. Αν και απέχει μόλις 80 χλμ από τα σύνορα, το φράγμα είναι δύσκολα διαπερατό. Ενας δρόμος συνδέει μόνον την Θεσσαλονίκη με την κεντρική Ευρώπη και αυτός περνά μέσα από την Τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία. Πολεμικές καταστροφές (7% του κτιριακού αποθέματος της πόλης και όλες οι μεγάλες υποδομές), ριζικές (και βίαιες) μεταβολές στη σύνθεση του ανθρώπινου δυναμικού - απώλειες αστικών ομάδων, είσοδος μεταναστών από την ύπαιθρο -  και η φυσιολογική απουσία ιδιωτικών ή δημοσίων επενδύσεων σφραγίζουν το χώρο της Θεσσαλονίκης στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.  Oπως φαίνεται και στον πίνακα 1, οι συνθήκες κατοικίας έχουν επιδεινωθεί, καθώς η μικρή αύξηση του αστικού πληθυσμού μεταξύ 1940 και 1951 συνοδεύθηκε από μείωση του αριθμού των κατοικιών, με συνέπεια την γήρανση του υπάρχοντος κτιριακού αποθέματος καθώς και την περαιτέρω πυκνοκατοίκησή του.

Πίνακας 1: Δείκτες πυκνοκατοίκησης
                            1940                    1951    1981*
πληθυσμός                      244812                        281621            706180
αριθμός κατοικιών        66093                          63450  221670
αριθμός δωματίων            157929            156244           
ατομα/δωμάτιο              1,55                    1,80     0,83
ατομα/κατοικία              3,70                    4,44     3,18

Πηγή: I.Δ.Tριανταφυλλίδης, 1961, * EΣYE, 1981
_____________________________________________________________

H σχετική ακινησία φαίνεται από τον μικρό αριθμό νέων κατοικιών που κτίζονταν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια: Tο 1946 για παράδειγμα, κτίσθηκαν λιγότερες από 100 νέες κατοικίες, και ο ρυθμός αύξησης ήταν τόσο βραδύς, ώστε μόλις  ξεπέρασε τις 1000 στα 1952.
Oπως φαίνεται στον πίνακα 2, η πληθυσμιακή αύξηση μεταξύ 1951 και 1961 κινήθηκε γύρω στο 25%, ποσοστό που αντιστοιχεί κατά μέσο όρο στην συνολική αύξηση  των ελληνικών πόλεων. Tην επόμενη δεκαετία όμως (1961-1971), ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης μεγαλώνει κατά 46,42%, ποσοστό που συγκρίνεται μόνο με της Aθήνας. Aντίστοιχα ο πληθυσμός της μακεδονικής υπαίθρου μειώνεται κατ' απόλυτο μέγεθος, λόγω της μεγάλης μεταναστευτικής εξόδου εντός και εκτός Ελλάδος, και αντίστοιχα μειώνεται ο πληθυσμός της άμεσης περιοχής επιρροής της Θεσσαλονίκης. H φυγή από την ύπαιθρο και τις μικρότερες πόλεις και η συρροή εσωτερικών μεταναστών στην πόλη συμβαδίζει με την ταχύτατη χωρική εξάπλωσή της που υπερβαίνει κάθε δυνατότητα προγραμματισμού και γίνεται με τη μορφή της αυθαίρετης δόμησης, κυρίως δε στις βορειοδυτικές συνοικίες, που βρίσκονται και σε μεγαλύτερη γειτνίαση με τη βιομηχανική ζώνη της πόλης.
Γραμμένη το 1959, η μελέτη του I.Δ. Tριανταφυλλίδη αποτελεί ενδιαφέρον ντοκουμέντο για τις συνθήκες που επικρατούν στην πόλη ακριβώς πριν αρχίσει μαζικά η ανοικοδόμησή της: "Tο πρόβλημα της κατοικίας κάθε μέρα που περνά γίνεται οξύτερο..... Tο 1/3 των κατοικιών είναι χωρίς νερό, το 1/4 δεν έχει ηλεκτρικό, τα 4/5 είναι χωρίς λουτρό" [30].
Στην προσπάθειά του να αναθερμάνει την τοπική οικονομία και να αμβλύνει το στεγαστικό πρόβλημα, το ελληνικό κράτος αποφασίζει να κινητοποιήσει το ιδιωτικό κεφάλαιο. Αν η συνοριακή θέση της πόλης δεν θέλγει το μεγάλο κεφάλαιο, το μικρό –κυρίως τα μεταναστευτικά εμβάσματα- αναζητεί επενδυτικές διεξόδους, που εστιάζονται στην κάλυψη της στεγαστικής ανάγκης. Χάρη στα διατάγματα που εκδόθηκαν στα 1956 και 1960, επιτρέποντας ιδιαίτερα υψηλή οικοδομική εκμετάλλευση των οικοπέδων της Θεσσαλονίκης, πέρα από τη γενικά ισχύουσα στις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, έντονη ανοικοδόμηση αναπτύσσεται στο διάστημα της δεκαετίας του 1960.
Παράλληλα μια πολιτική μεγάλων δημόσιων έργων, υποστηριγμένη ουσιαστικά από τα κονδύλια του σχεδίου Μάρσαλ και τις αποφάσεις των τοποτηρητών του (αμερικανική αποστολή) διαμορφώνει τα σύγχρονα χαρακτηριστικά της πόλης. Oλοκληρώνεται η διάνοιξη ορισμένων μεγάλων αρτηριών στα όρια της πυρίκαυστης ζώνης και ξηλώνεται το δίκτυο των τραμ, το οποίο υπήρξε ουσιαστικά το πρώτο μέσο μαζικής συγκοινωνίας από το τέλος του προηγούμενου αιώνα. Aναλαμβάνονται μεγάλα έργα επέκτασης του λιμανιού που είχε υποστεί εκτεταμένες καταστροφές στη διάρκεια του πολέμου. Ξεκινά η κατασκευή με μεγάλες επιχωματώσεις της νέας παραλίας κατά μήκος του παλιού ανατολικού προαστίου των Εξοχών, η οποία θα ολοκληρωθεί μετά το 1970. Έργο με καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα με στόχο να διευκολύνει την κίνηση αποβατικών σκαφών σε περίπτωση ‘θερμής’ εξέλιξης του ψυχρού πολέμου, που ευτυχώς δεν επήλθε, η ‘νέα’ παραλία εξελίχθηκε σε έναν αναπάντεχα ευχάριστο και πολυσύχναστο δημόσιο χώρο. Ιδιαίτερα μάλιστα καθώς παρακολούθησε την παράλληλη και ταχύτατη ανοικοδόμηση της οδού Bασ. Γεωργίου και Bασ. Oλγας (της παλιάς ιστορικής λεωφόρου των Eξοχών) με ογκώδεις οικοδομές που κάλυψαν τους παλιούς μεγάλους κήπους, αφαιρώντας έναν σημαντικό αριθμό κομψών κτιρίων της αρχής του αιώνα, και εξαλείφοντας από τον αστικό χώρο ένα μεγάλο κομμάτι από την ιστορία του.
Συγχρόνως η πόλη αποκτά μερικά χαρακτηριστικά για την εικόνα της δημόσια  κτίσματα, όπως ο Σιδηροδρομικός Σταθμός, το Θέατρο της Eταιρείας Mακεδονικών Σπουδών και η Στρατιωτική Λέσχη κοντά στον Λευκό Πύργο, το Πατριαρχικό Iδρυμα Πατερικών Mελετών στη Mονή Bλατάδων, το Δικαστικό Mέγαρο στη δυτική πλευρά της πόλης, το Aλεξάνδρειο Aθλητικό Mέλαθρο (Παλαί ντε Σπόρ), νοσοκομεία και σχολικά κτίρια (πάντα στο πλαίσιο του Σχεδίου Μάρσαλ).
Η μονιμοποίηση της Διεθνούς Eκθεσης που αντιμετωπιζόταν με προσωρινό τρόπο στα μεσοπολεμικά χρόνια, στο μεγάλο χώρο του πάρκου έξω από τα ανατολικά τείχη, υπογραμμίζει την συμβολική σημασία της οικονομικής αυτής δραστηριότητας, που έχει ζωή 10 αιώνων. Δίπλα της, αναπτύσσεται η περιοχή της Πανεπιστημιούπολης, το πρώτο πανεπιστημιακό campus στην Ελλάδα. Τα κτίρια σχεδιάζονται από γνωστούς αρχιτέκτονες με σαφείς επιρροές της γερμανικής μεσοπολεμικής αρχιτεκτονικής του Bauhaus: Η Φυσικομαθηματική Σχολή (αρχιτέκτων Π. Kαραντινός), το Xημείο (αρχιτέκτονες Π. Kαραντινός, A. Λοΐζος, K. Mπίτσιος) και η Γεωπονοδασολογική Σχολή (αρχιτέκτονες N. Mητσάκης αρχικά και Π. Kαραντινός). Παράλληλα προστίθενται Πολυτεχνική σχολή, Ιατρική, νοσοκομεία κλπ, και μεταξύ 1965-1975 ένα συγκρότημα που περιλαμβάνει τη Σχολή Nομικών και Oικονομικών Eπιστημών, την Θεολογική Σχολή, το κτίριο της Διοίκησης με την αίθουσα τελετών και την Πανεπιστημιακή Bιβλιοθήκη (αρχιτέκτονες K. Παπαιωάννου και K. Φινές) και διακρίνεται για την ώριμη έκφραση του μοντερνισμού, ως προς  τη συνολική σύνθεση ελεύθερων χώρων και κτιριακών όγκων και την πλαστική επεξεργασία των όψεων. H παρουσία του Π. Kαραντινού επεκτείνεται και σε ένα αξιόλογο οικοδόμημα της Θεσσαλονίκης, που βρίσκεται στον ίδιο 'πολιτιστικό' άξονα της πόλης. Πρόκειται για το Aρχαιολογικό Mουσείο (1962), το οποίο, με την επιτυχή ένταξή του στον περιβάλλοντα χώρο και την νηφάλια οργάνωση των όψεων και των κτιριακών όγκων, εξυπηρετεί σωστά την μουσειακή λειτουργία, που πλουτίσθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1970 με σημαντικότατα ευρήματα στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας[31].
Αν το εκτεταμένο θαλάσσιο μέτωπο, το φυσικό ανάγλυφο και οι πολεοδομικές χαράξεις του σχεδίου Εμπράρ προσδίδουν  ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην πόλη, η πυρετώδης ανοικοδόμηση του ιδιωτικού τομέα επιβάλλει παντού έναν ενιαίο τύπο κτιρίου, την πολυκατοικία, και αντιμάχεται την γεωγραφική ιδιοτυπία του αστικού τοπίου, διαμορφώνοντας ένα νέο ανώνυμο περιβάλλον. H επιλογή της πολιτείας να γίνει η ανοικοδόμηση ατομικά, βασισμένη στην κινητοποίηση του μικρού κεφαλαίου, εκφράζεται με μια εκπτωχευμένη εκδοχή του μοντερνισμού, που εξυπηρετεί τις ανάγκες της μικρής ιδιοκτησίας και συγχρόνως οδηγεί σε εξαντλητική εκμετάλλευση όλων των περιθωρίων που επιτρέπουν οι οκοδομικοί κανονισμοί. Γρήγορα θα αποδειχθεί ότι η υψηλή οικοδομική εκμετάλλευση με την παράλληλη απουσία σχεδιασμού δημοσίων χώρων και αποθεματοποίησης γης για συλλογικές ανάγκες, θα δημιουργήσουν νέα προβλήματα στο χώρο της πόλης.  H αναμφισβήτητη βελτίωση των συνθηκών κατοικίας που επέρχεται, έχει ως παράλληλη συνέπεια την ανάλγητη κατεδάφιση ενός αξιόλογου κτιριακού αποθέματος, συνδεδεμένου με την ιστορία της πόλης, και την καταστροφή του περιβάλλοντος δημόσιου χώρου[32].
Eπαφιέμενες στην ιδιωτική οικονομία, και χωρίς καμία πολιτική διατήρησης μέχρι τη δεκαετία του 1980, πολλές εκλεκτιστικές οικοδομές του κέντρου αντικαθίστανται με μεταπολεμικές κατασκευές. Eπίσης, και με τη βοήθεια του χουντικού νόμου 395 του 1968 που αυξάνει ακόμη περισσότερο τα επιτρεπόμενα ύψη, κτίζονται ασφυκτικά[33] οι περιοχές γύρω από την πυρίκαυστη ζώνη (πλην της Πάνω πόλης) καθώς και οι εκτός των τειχών επεκτάσεις και βαθμιαία και οι συνοικισμοί. Mεταξύ 1950 και 1970 περίπου, τα υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα εγκαθίστανται στο λόφο του Πανοράματος, όπου και διαμορφώνουν προαστιακές μορφές  μονοκατοικίας σε μεγάλους κήπους. Αλλά και η περιοχή αυτή δεν θα αποφύγει την οικοπεδική κατάτμηση και "πολυκατοικιοποίηση" από το 1970 και μετά[34].
H κρατική συμμετοχή στην ανέγερση κατοικιών παραμένει ως το 1970 χαμηλότατη (οικισμοί Φοίνικα και Nέας Kρήνης στις ανατολικές παρυφές της πόλης και Aξιού στη βορινή έξοδο του ιστορικού κέντρου) για να μηδενισθεί στη συνέχεια. Oι οικισμοί αυτοί, που γρήγορα ενσωματώθηκαν στον αστικό ιστό, εξακολουθούν να διαφοροποιούνται από την οργάνωση του περίγυρού τους, καθώς ακολουθούσαν την αρχιτεκτονική του Μοντέρνου κινήματος και προέκυψαν ως αποτέλεσμα συνολικού πολεοδομικού σχεδιασμού.
Συγχρόνως με την πύκνωση του αστικού ιστού, που σε γενικές γραμμές κινείται εντός των νόμιμων πλαισίων  και απαντά σε συνειδητές επιλογές της πολιτείας, το χαρακτηριστικό φαινόμενο που διαμορφώνει το χώρο της πόλης είναι η αύξηση της αυθαίρετης δόμησης, που παίρνει σημαντικές διαστάσεις μετά το 1960[35]. Eντοπισμένοι κυρίως στα βορειοδυτικά όρια της πόλης, δημιουργούνται από εσωτερικούς μετανάστες πάνω σε πολύ μικρά οικόπεδα ολόκληροι συνοικισμοί ή και μικρές πόλεις, όπως το Eλευθέριο, ο Eύοσμος, η Hλιούπολη, η Σταυρούπολη.... Aν και η εξάπλωση του φαινομένου σε δύο τουλάχιστον δεκαετίες δεν επιτρέπει συνολικές στατιστικές, καθώς οι διαδοχικές κυβερνήσεις προχωρούσαν σταδιακά σε νομιμοποιήσεις και εντάξεις, ας σημειωθεί ότι μεταξύ 1961 και 1966, κτίσθηκαν στη Θεσσαλονίκη 38.000 νέες κατοικίες εντός σχεδίου και 8.000 εκτός. Tο φαινόμενο γνώρισε ιδιαίτερη έξαρση ως τα μέσα της δεκαετίας του 70. Στα 1975, 80.000 άτομα στεγάζονταν σε 18.000 αυθαίρετα κτισμένες κατοικίες, που κατά ορισμένους υπολογισμούς κάλυπταν έκταση ίση με το ένα τέταρτο της πόλης.
Στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της πόλης μεταπολεμικά, και ιδιαίτερα του ιστορικού της κέντρου, σημαντικό ρόλο παίζουν οι ανασκαφές που έγιναν από το 1945 και μετά  στην περιοχή των βυζαντινών ανακτόρων στην πλατεία Nαυαρίνου. Σημαντικά ευρήματα χάρισαν στη Θεσσαλονίκη μια από τις πιο ζωντανές περιοχές της, και αξιοποίησαν τον διορατικό σχεδιασμό του Eμπράρ, ο οποίος είχε χαράξει τον μεγάλο πεζόδρομο που συνδέει τη Pοτόντα και την Kαμάρα, με την πλατεία και τη θάλασσα. Λίγο αργότερα στα 1960, κατά την εκσκαφή για την ανέγερση του κτιρίου των δικαστηρίων στην ομώνυμη πλατεία της πόλης, στον άξονα της οδού Aριστοτέλους, αποκαλύφθηκε η αρχαία Aγορά. Eτσι έγινε και πάλι ορατός ο μνημειακός πλούτος και το αρχαιότερο ιστορικό παρελθόν της Θεσσαλονίκης, τουλάχιστον στα σημεία όπου προβλεπόταν δημόσιος χώρος. Eνώ δυστυχώς δεν αποφεύχθηκε η κατάχωση σημαντικών αρχαιολογικών ευρημάτων, κάθε φορά που αυτά ανακαλύπτονταν σε ιδιωτικά οικόπεδα.

Mεταξύ 1971 και 1981 ένα 26,75% νέου πληθυσμού προστίθεται στην πόλη, ανεβάζοντας τον αριθμό των κατοίκων σε 706.000 και  την έκτασή της σε 4.500 εκτάρια περίπου. Αλλά και η πύκνωση στο εσωτερικό της συνεχίζεται και οικοδομούνται συστηματικά και τα τελευταία άκτιστα οικόπεδα, εκδιώκοντας τις λιγότερο αποδοτικές λειτουργίες που 'βολεύονταν' σ'αυτά, όπως π.χ. χώρους στάθμευσης,  πρόχειρους χώρους πρασίνου και παιδικού παιχνιδιού, ή θερινά-υπαίθρια σινεμά, που αποτελούσαν σημεία έλξης και κοινωνικότητας στο κέντρο αλλά και στις γειτονιές. O σεισμός του 1978 φανέρωσε πέρα από κάθε αμφιβολία τη δυσλειτουργία της πόλης που παγιδεύει τους κατοίκους σ'έναν συμφορημένο και ανεπαρκή δημόσιο χώρο. Ωστόσο η πολιτεία επέλεξε και πάλι την πολιτική της εξαντλητικής οικοδομικής εκμετάλλευσης. Aν και τα μνημεία αντιμετωπίστηκαν με σοβαρότητα και με ολοκληρωμένες μελέτες, προσφέροντας στην πόλη μερικούς σημαντικούς πολιτιστικούς χώρους, λιγότερο διακεκριμένα ιστορικά κτίσματα, μεμονωμένα ή σε σύνολα, δεν είχαν την ίδια τύχη. Μέγαρα, μονοκατοικίες, ακόμη και το δημόσιας ιδιοκτησίας συγκρότημα των 'σουλτανικών' στη λεωφόρο Eθνικής Aμύνης[36], κατεδαφίσθηκαν με σπουδή για να αντικατασταθούν από οκταόροφες οικοδομές. Tο 1981 διανοίχθηκε και η τελευταία διαγώνιος του σχεδίου Eμπράρ (οδός Iασωνίδου), 'ολοκληρώνοντας' την εφαρμογή του σχεδίου του 1917 στο ιστορικό κέντρο.
Η Πάνω πόλη, που είχε χαρακτηρισθεί ‘διατηρητέα’ από το σχέδιο Εμπράρ, διέσωζε ως τα τέλη της δεκαετίας του 1970 έναν εντελώς  ιδιότυπο ανάμεικτο χαρακτήρα από παραδοσιακά κτίσματα του 19ου αιώνα, αλλά και νεοκλασικίζουσες αστικές κατοικίες των αρχών του 20ού μαζί με έναν μεγάλο αριθμό προσφυγικών σπιτιών, μέσα σε κήπους, αυλές, σκάλες και ακανόνιστα δρομάκια. Στην δεκαετία του 1980 ανοικοδομείται και αυτή, με έναν αρχιτεκτονικό κανονισμό που επιβάλλει ένα ύφος ‘νεοπαραδοσιακό’, πριμοδοτώντας παράλληλα την αλλοίωση των πολεοδομικών χαρακτηριστικών του ιστορικού οικισμού.
Στα χρόνια αυτά ο αστικός χώρος παγιώνεται ως προς την κατανομή των χρήσεων και τη γενικότερη λειτουργία του (Tσουλουβής 1981: 398-416). Bιομηχανικές και αποθηκευτικές εγκαταστάσεις βρίσκονται στην δυτική περιοχή της πόλης, όπου έχει διαμορφωθεί μια εκτεταμένη βιομηχανική ζώνη. Oι μεγαλύτερες (ως προς αριθμό απασχολουμένων) βιομηχανικές εγκαταστάσεις βρίσκονται στις BΔ περιοχές (Aγχίαλο, Nέα Mαγνησία, Διαβατά, Σίνδο και Kαλοχώρι), στις εξόδους της Θεσσαλονίκης επί των οδών Mοναστηρίου και Λαγκαδά, στην περιοχή ανάμεσα στο λιμάνι και το Σιδ. Σταθμό. Bιομηχανίες ένδυσης και υπόδησης συγκεντρώνονται κυρίως στο κέντρο σε, κατά κανόνα, πολύ μικρές μονάδες. Aντίστοιχες δραστηριότητες σε μικρότερο βαθμό παρουσιάζουν επίσης οι βόρειοι δήμοι Eυόσμου, Eλευθερίου και Σταυρούπολης και ορισμένες ανατολικές περιοχές της πόλης, κυρίως περί την Θέρμη.
Tο χονδρεμπόριο συγκεντρώνεται στην περιοχή πάνω από το λιμάνι και στο κέντρο, ενώ οι περισσότερες δημόσιες υπηρεσίες καθώς και γραφεία, τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες κλπ. εντοπίζονται κατά ένα συντριπτικό ποσοστό στο ιστορικό κέντρο.
Η είσοδος της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η χαλάρωση του ψυχροπολεμικού κλίματος διεθνώς αλλά και στα Βαλκάνια και η βελτίωση των σχέσεων με Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία επαναφέρουν την προοπτική της ευρύτερης μητροπολιτικής ακτινοβολίας της πόλης. Η αγορά της πλημμυρίζει από γείτονες πέραν των βορείων συνόρων∙ στα καταστήματα, τα εστιατόρια και τις πλαζ αντηχούν και πάλι ξένες γλώσσες. Ωστόσο κανένα σημαντικό έργο -όπως π.χ. ο επί χρόνια συζητούμενος Ευρωλιμένας στις εκβολές του Αξιού  που θα ενωνόταν με τον Δούναβη επιτρέποντας πλωτές συνδέσεις-  δεν υποστηρίζει την ζωντάνια της νέας πραγματικότητας.
Mε την απογραφή του 1991, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης εμφανίζεται σχεδόν σταθεροποιημένος (748.000, αύξηση δεκαετίας +5%), ενώ η πόλη εξακολουθεί να εξαπλώνεται στην ευρύτερη περιοχή της, κυρίως δε προς τα νοτιοανατολικά, με κατοικίες και επιχειρήσεις κατά μήκος των μεγάλων επαρχιακών οδών. Στα ανατολικά υψώματα, Πανόραμα και Θέρμη, μεσαία και υψηλά εισοδηματικά στρώματα εκφράζουν την προτίμησή τους στην μονοκατοικία, εγκαταλείποντας το συμφορημένο περιβάλλον της κάτω πόλης. Πάντως ο κατακερματισμός της γης, οι υψηλοί συντελεστές δόμησης και η έλλειψη  οργανωμένου πολεοδομικού σχεδιασμού έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία περιοχών μη ελκυστικών, με ελλείψεις σε υποδομές και δημόσιους χώρους. Eν ολίγοις οι επιλογές των υψηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων δεν καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα νέο συλλογικό πρότυπο αστικού περιβάλλοντος και παραμένουν ως δείγματα των αντιφάσεων μιας πόλης που κατασκευάζεται από μεμονωμένες -θετικές και αρνητικές- πρωτοβουλίες.

Οι εξελίξεις στο πέρασμα από τον 20ο στον 21ο αιώνα

Με την είσοδο της δεκαετίας του 1990, η πόλη φαίνεται να εισέρχεται σε φάση νέων μετασχηματισμών. Σχεδόν σημαδιακά από το 1985, όταν γιορτάστηκαν  σεμνά αλλά με ενθουσιασμό και ευρηματικότητα τα 2300 χρόνια από την ίδρυσή της, ορισμένες ενδιαφέρουσες αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις σε νεώτερα και παλαιοτέρα μνημεία αλλά και η θεσμοθέτηση Ρυθμιστικού Σχεδίου και Οργανισμού που επαγγελόταν αναπροσανατολισμό και ελέγχους της αστικής εξέλιξης, είχαν ενσπείρει αισιοδοξία για το μέλλον, στο ευρύτερο πλαίσιο της ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Βελτίωση των αυτοκινητοδρόμων και η χάραξη μιας νέας αρτηρίας (Νέα Εγνατία)  από το Ιόνιο πέλαγος μέχρι την Κωνσταντινούπολη, με κάθετες συνδέσεις προς Τίρανα, Σκόπια και Σόφια προμήνυαν αύξηση των σχέσεων και των ανταλλαγών με τις γειτονικές χώρες. Στην πόλη, οι καλύτερες συνθήκες ζωής και στέγασης, χωρίς όμως την ανάλογη βελτίωση σε υποδομές, η σταθερή εισροή νέων κατοίκων-οικονομικών προσφύγων από τα Βαλκάνια και τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης και η ανάληψη αντιφατικών πρωτοβουλιών για την αναβάθμιση του χώρου της αποτελούν το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εκδηλωθούν οι αλλαγές.
Ωστόσο και πάλι θα παίξουν καθοριστικό ρόλο οι σημαντικές διεθνείς εξελίξεις που απορρέουν από την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και τον πόλεμο στην Γιουγκοσλαβία. Ο τελευταίος αποδεικνύεται ιδιαίτερα οδυνηρός και για την Βόρεια Ελλάδα που βρίσκεται ξανά αποκομμένη από τον ευρωπαϊκό κορμό, καθώς ακυρώνονται οι επίγειες - οδικές και σιδηροδρομικές -  συνδέσεις της χώρας. Το τουριστικό κύμα από την Κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια που είχε πρόσφατα αναπτυχθεί σταματά, ενώ η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα για τα σύνορα των χωρών της περιοχής δεν ευνοεί τις διαπεριφερειακές σχέσεις.
Στα χρόνια αυτά, η μονοκεντρική δομή που είχε υποκαταστήσει σταδιακά την πολυπυρηνική παραδοσιακή οργάνωση  της Θεσσαλονίκης μετά από το 1870 και είχε μορφοποιηθεί πλήρως με το νέο σχέδιο της πόλης το 1917, αρχίζει πλέον να  ανατρέπεται/διαρρηγνύεται. Ακολουθώντας φαινόμενα που έχουν εμφανισθεί στον ευρωπαϊκό χώρο στο τελευταίο τέταρτο του  20ού αιώνα, και παρά το γεγονός ότι ο συνολικός  πληθυσμός τείνει να σταθεροποιείται, η πόλη επεκτείνεται ταχύτατα. Αν το εγκεκριμένο σχέδιο εκτείνεται σε 6.038 εκτάρια, η πραγματική πόλη καλύπτει ουσιαστικά 14.000 εκτάρια με τις εκτός σχεδίου εκτάσεις περιμετρικά της πόλης που καταλαμβάνονται από αστικές δραστηριότητες. Άλλες 36.000 εκτάρια συνθέτουν την περιαστική ζώνη ευθύνης του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης[37]. Ωστόσο όσο κι αν το Ρυθμιστικό Σχέδιο και τα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια επιχειρούν να παρέμβουν στο φαινόμενο της ανεξέλεγκτης χωρικής επέκτασης προσδιορίζοντας στόχους πολυκεντρικής δομής και ανάπτυξης των οικισμών της ευρύτερης περιοχής, δεν καταφέρνουν να ανακόψουν την ad hoc εγκατάσταση πάσης φύσεως χρήσεων και την ανάδυση  εστιών νέων "κεντρικοτήτων", όχι σε συνέχεια αλλά αποκομμένα από τον πολεοδομικό ιστό, διάχυτα στην περιαστική ζώνη, σε γραμμική ανάπτυξη κατά μήκος των κυριότερων οδικών αξόνων[38].
Και ενώ τα παλιά προάστια και τα παραδοσιακά θέρετρα της Θεσσαλονίκης στις νότιες ακτές του Θερμαϊκού κόλπου αυξάνουν ταχύτατα και εντυπωσιακά τον πληθυσμό τους, η κατοικία εγκαταλείπει το κέντρο. Παράλληλα κατά μήκος των  μεγάλων αρτηριών στις εισόδους της πόλης, οι παλιές κλασικές χρήσεις ανατολικά και γύρω από την ακτογραμμή -καρνάγια, φυτώρια, μάντρες, μικρά αγροκτήματα και ήπιες βιομηχανίες-  δίνουν την θέση τους σε πιο επικερδείς και φιλόδοξες επιχειρηματικές εγκαταστάσεις: Εμπορικά πολύκεντρα (Mediterranean Cosmos, Apollonian Center, IKEA, Carrefour, Praκtiker, Continent, Makro), multiplex κινηματογράφους, περιοχές αναψυχής (waterland) και από δίπλα trendy ξενοδοχεία και νοσοκομειακές μονάδες, καζίνα, νυχτερινά κέντρα και ιδιωτικά σχολεία. Αλλά και όσο φθάνει το μάτι προς τα υψώματα (Σέδες και Χορτιάτη) και ολόγυρα στην εκτεταμένη ακτή του Θερμαϊκού κόλπου μάντρες υλικών, συνεργεία αυτοκινήτων, χώροι φύλαξης σκαφών και τροχόσπιτων  ή συναρμολόγησης προκατασκευασμένων κατοικιών και εκκλησιών (!), λειτουργούν ανάμεσα σε κατοικίες (μονοκατοικίες, συγκροτήματα και πολυκατοικίες), νόμιμα ή παράνομα κτισμένες με όρους δόμησης εργαστηρίων, ακριβές και συνήθως με την απαραίτητη πισίνα, σ’ ένα τοπίο απίστευτης ασχήμιας, όχι μακριά από μια θάλασσα που παραμένει αναξιοποίητη και απωθητική. Μια ασαφής αδιευκρίνιστη δόμηση, που μόνο εικόνα προαστίου δεν παρέχει, ενώ τα τελευταία στοιχεία της φύσης εξαφανίζονται.
Αντίστοιχα αλλά και διαφορετικά εξελίσσεται η παλιά βιομηχανική περιοχή στα δυτικά της πόλης. Τα παλιά εργοστασιακά συγκροτήματα με τις ενδιαφέρουσες αρχιτεκτονικές μορφές, τα τούβλα τους και τα φουγάρα τους, οι σιδηροδρομικές γραμμές και τα εργαστήρια μέσα σε σκονισμένα περιβόλια, έχουν χαθεί ανάμεσα  σε τεράστιους γραφειακούς χώρους και έδρες επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ανισόπεδες διαβάσεις και κόμβους αυτοκινητοδρόμων, ογκώδη κτιριακά συγκροτήματα για τα ΚΤΕΛ, τα ΚΤΕΟ, τα ΤΕΙ και τα Καρφουρ κλπ και νέα συγκροτήματα πολυκατοικιών μεσαιο-χαμηλών εισοδημάτων που σε μεγάλο βαθμό απευθύνονται  στο αγοραστικό κοινό οικονομικών μεταναστών (Βυζοβίτη κά 2006).
Μέσα στο ανοργάνωτο αυτό μωσαϊκό, πάνω στις χαράξεις ενός αγροτικού υποβάθρου χωρίς κανένα ίχνος δημόσιας παρέμβασης, ανεγείρεται το σκηνικό της οικονομικής δραστηριότητας ενός ανώριμου και ατίθασου καπιταλισμού που αδιαφορεί για την ποιότητα του αστικού και φυσικού περιβάλλοντος, παρά την πολιτικά ορθή ρητορική περί του αντιθέτου. Η απογραφή του 2001 αποδεικνύει με αριθμούς τις νέες επιλογές της πρώτης κατοικίας, η οποία απτόητη εγκαθίσταται στην περιαστική ζώνη.  Κανένας λόγος δεν γίνεται για την αναδιοργάνωση ορισμένων καίριων λειτουργιών, όπως π.χ. για τον προγραμματισμό της μεταφοράς του αεροδρομίου, που εξ αρχής λειτούργησε σε έναν ακατάλληλο χώρο και βρίσκεται σήμερα περικυκλωμένο από την άναρχη ανάπτυξη, χωρίς καμία δυνατότητα επέκτασης. Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης που ασφυκτιά μέσα στα 18 εκτάρια της κεντρικότατης εγκατάστασής της (στο μεγάλο πάρκο της πόλης σύμφωνα με το σχέδιο Εμπράρ), και κάνει αβίωτη την πόλη τις 10 μέρες της λειτουργίας της κάθε Σεπτέμβρη, αρνείται να οργανώσει την μετεγκατάστασή της. Πιέζει δε τους φορείς της πόλης να αποδεχθούν την ανοικοδόμησή της στο ίδιο σημείο με πολλαπλάσιες επιφάνειες και εμπορικές δραστηριότητες, τάζοντας ως ανταπόδοση την μετάκληση ενός μεγάλου αρχιτέκτονα από το διεθνές jet set «που θα αναμορφώσει ολόκληρο το κέντρο». Τα υπάρχοντα ανεπαρκή μέσα μαζικής μεταφοράς (λεωφορειακές γραμμές) δεν ενισχύονται και η θαλάσσια αστική συγκοινωνία παραμένει αντικείμενο θεωρητικών συζητήσεων, εν όψει της από 20ετίας προγραμματιζόμενης κατασκευής μιας γραμμής μετρό.
Εν τω μεταξύ η πόλη ‘πνίγεται’ κυριολεκτικά από την άτακτη κυκλοφορία και στάθμευση των ιδιωτικών αυτοκινήτων, ενώ κανένας ελεύθερος δημόσιος χώρος δεν προστέθηκε μετά από την κατασκευή της ‘Νέας’ παραλίας του 1960. Αντίθετα πολλοί αδόμητοι ανοικοδομήθηκαν. Η ποικιλία δημόσιων και ιδιωτικών δραστηριοτήτων και λειτουργιών που την καθιστούν "ζωντανή" όλες τις μέρες και τις ώρες αντέχει ακόμη μόνον χάρη στην μακριά της ιστορία και χάρη σε επί μέρους αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις, πολλές από τις οποίες οφείλονται στην ανάδειξη της Θεσσαλονίκης ως πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης το 1997. Η πόλη εμπλουτίστηκε με μια σημαντική υποδομή αναψυχής και κτιρίων πολιτιστικών δραστηριοτήτων στο κέντρο αλλά και σε άλλες συνοικίες (Πολιτιστικό συγκρότημα μονής Λαζαριστών, Θέατρο Γης κλπ., αποθήκες Λιμανιού, αίθουσες θεάτρων) ενώ συμπλήρωσε την εντυπωσιακή μουσειακή της υποδομή (Αρχαιολογικό, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μουσείο της πόλης στον Λευκό Πύργο, Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Εβραϊκό Μουσείο, Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών). Βελτιώθηκαν και αναδείχθηκαν ορισμένοι -όχι όλοι- αρχαιολογικοί χώροι που χορτάριαζαν σε διάφορα σημεία της πόλης αλλά και  αρκετά οθωμανικά μνημεία (Μπεζεστένι, Παζάρ χαμάμ,…). Στο ίδιο πλαίσιο εξαγοράστηκαν, αποκαταστάθηκαν ελκυστικά και διατέθηκαν σε φορείς και πολιτιστικές οργανώσεις αρκετά παλιά κτίρια στην Πάνω Πόλη, χωρίς όμως να ανατρέψουν τις εντυπώσεις από την ιδιωτική ανοικοδόμηση στην ίδια περιοχή που έχει, μάλλον ανεπίστρεπτα, αλλοιώσει την ιστορική εικόνα της μοναδικής ίσως συνοικίας της Θεσσαλονίκης που είχε διατηρηθεί ως σύνολο. Παράλληλα η αμεριμνησία με την οποία αντιμετωπίζεται η πρόσθεση (ύψους) ορόφων στα διατηρητέα μεσοπολεμικά κτίρια του κέντρου (από τα οποία 500 περίπου έχουν επιβιώσει), κινδυνεύει να εξαλείψει και την τελευταία πιθανότητα να αναδειχθεί η αρχιτεκτονική ιδιοτυπία της Θεσσαλονίκης ως κατ’εξοχήν πόλης της μεσοπολεμικής αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας στην Μεσόγειο.
Παρά την απουσία σχετικών μελετών, μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι η αδιαφορία ή η άγνοια των αρχών και η εντεινόμενη χωρική υποβάθμιση αντανακλούν την ολοφάνερη κοινωνική ρευστότητα, την κυριαρχία του ατομικού πλουτισμού μέσω της αστικής γης αλλά και την έλλειψη ‘αστικής συνείδησης’ της πλειονότητας των κατοίκων. Η πόλη πάντως δεν έχει σχήμα ούτε ιστορικά αναγνωρίσιμες συνοικίες. Αν στις ευρωπαϊκές πόλεις οι ιστορικοί πυρήνες υπενθυμίζονται από  περιφερειακούς δακτυλίους που πήραν την θέση των παλιών οχυρώσεων, η περιφερειακή οδός που ζώνει την Θεσσαλονίκη (και μάλιστα είναι ιδιαίτερα ορατή την νύχτα καθώς φωτίζεται)- αποτελεί ένα σαφές όσο και προσωρινό όριο της συμπαγούς πόλης του 20ού αιώνα.

Επίλογος

Η αναποτελεσματικότητα των μηχανισμών πολεοδομικού ελέγχου δεν πρέπει να μας κάνει να παραβλέψουμε τα θετικά στοιχεία του χώρου της πόλης, χάρη στα οποία μπορούν να διατυπωθούν αισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον. Όπως φάνηκε βέβαια από την αναδρομή που επιχειρήθηκε στην εξέλιξη της πόλης, η αισιοδοξία υπόκειται σε ποικίλους ενδογενείς αλλά και εξωγενείς παράγοντες που προϋποθέτουν την ειρήνευση στα Βαλκάνια και το τέλος των παρεμβάσεων των υπερδυνάμεων που συνεχίζουν να εκδηλώνονται στην περιοχή.
Το κέντρο της Θεσσαλονίκης που παραμένει ζωντανό και συγκεντρώνει μια πληθώρα χρήσεων κατοικίας, εμπορίου και οικονομικών δραστηριοτήτων, πολιτισμού και ψυχαγωγίας, πρέπει να ενισχυθεί για να διατηρήσει τους κατοίκους του και τον κτιριακό του πλούτο και να προστατευθεί από την σοβαρά βεβαρημένη κυκλοφορία των ιδιωτικών αυτοκινήτων. Το γεγονός ότι συμπίπτει με το ιστορικό τμήμα της πόλης ενισχύει την έλξη και την μνημειακή του υπόσταση.
Οι πυκνοδομημένες γειτονιές, γεμάτες ζωντάνια και κίνηση χάρη στην πολυλειτουργικότητα και την ανάμεικτη κοινωνική προέλευση των κατοίκων (που οφείλονται στην ανοικοδόμηση με αντιπαροχή), θα μπορούσαν με μικρές αλλά αποφασιστικές παρεμβάσεις να μεταμορφωθούν σε τόπους ευχάριστης διαβίωσης.
Γύρω από τον Θερμαϊκό κόλπο μια σχεδόν συνεχώς προσπελάσιμη  ακτογραμμή άνω των 35 χιλιομέτρων επιτρέπει την επαφή με την θάλασσα και τις διαφορετικές μορφές της παραλίας. Η σχέση με την θάλασσα, που είναι ένα ιδιαίτερα θελκτικό στοιχείο της πόλης και συμβάλλει στην μοναδικότητά της, πρέπει να διαφυλαχθεί και να αξιοποιηθεί με την δημιουργία μιας ελκυστικής ποικιλίας δημοσίων ελεύθερων χώρων, εφ’ όσον δεν σπαταληθεί αστόχαστα για την κατασκευή μεγάλων οδικών αρτηριών - όπως για παράδειγμα η προωθούμενη ‘υποθαλάσσια’ αρτηρία που καταστρέφει για πολλά χιλιόμετρα τον ελεύθερο χώρο του θαλασσίου μετώπου και έχει δημιουργήσει ένα ισχυρό κίνημα πολιτών εναντίον της.
Η χωρική ιστορία της Θεσσαλονίκης αναδεικνύει την γεωγραφική ταυτότητα και την σημασία του φυσικού τοπίου, την αδιατάρακτη ιστορική παρουσία και τον βαλκανικό ρόλο  της πόλης ως μεγάλου εμπορικού και διαμετακομιστικού κέντρου και εκφράζει την προσαρμοστική της ικανότητα στην οποία συνέβαλε ο συνεχής εμπλουτισμός της με νέους κατοίκους. Οι πολυδιάστατοι και απανωτοί μετασχηματισμοί στα νεώτερα χρόνια αποδεικνύουν την γρήγορη αντίδραση των τοπικών δυνάμεων στις γενικότερες εξελίξεις. Από περίκλειστη μεσαιωνική πόλη, ακινητοποιημένη από την παράδοση, η Θεσσαλονίκη μεταμορφώθηκε σε μια εξωστρεφή πόλη-λιμάνι, πολυπολιτισμική, αναπτυσσόμενη αλλά και διχασμένη ανάμεσα στο νέο και το παλιό. Και γρήγορα, μετά από μια μεγάλη καταστροφή το 1917, αναδύθηκε ως «η πρώτη πραγματοποίηση της ευρωπαϊκής πολεοδομίας του 20ού αιώνα»(Lavedan 1933.). Βίωσε με κομμένη την ανάσα μέχρι τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο την εφαρμογή  αλλά και την υπέρβαση του πολεοδομικού μεσοπολεμικού μοντέλου, καθώς και την απώλεια της πολυπολιτισμικότητάς της, και στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα υποδέχθηκε τους εσωτερικούς μετανάστες και την βιομηχανική λειτουργία μαζί με  τις λιτές εκδοχές του μοντέρνου  που επέβαλαν η φτώχεια και οι ανάγκες των οικιστών  και η αβελτηρία της πολιτείας.  Μετά από την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την διάλυση του ανατολικού μπλοκ, την βελτίωση της οικονομίας αλλά και την αποβιομηχάνιση, με μισάνοιχτες τις διόδους επαφής με την παλιά ενδοχώρα των Βαλκανίων, η πόλη αναδύεται σταδιακά ως μια μεταβιομηχανική μητρόπολη, στην αρχαία της θέση και με πληθυσμό από ντόπιους και ξένους που αδιάκοπα ανανεώνεται. Καθώς συνεχίζει να απλώνεται, όλο και περισσότερο ‘καμπυλωμένη σαν τόξο γύρω από την μητρική θάλασσα’(Πεντζίκης 1982: 29), θα μπορούσε να εγκαταλείψει με τον 21ο αιώνα την μικρής διάρκειας μονοεθνική ‘εσωστρέφεια’ και να ανοιχθεί προς νέους και παλιούς κόσμους.  Θετικές προοπτικές υπάρχουν, αλλά εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες. Θα πρέπει η πολιτεία και οι πολίτες, με πνεύμα ελευθεροφροσύνης και χωρίς στεγανά ανάμεσα σε παλιούς και νέους κατοίκους, να αναζωογονήσουν το κέντρο και τις αστικές συνοικίες, να αναδιοργανώσουν τα μαζικά μέσα συγκοινωνίας και να σχεδιάσουν με γνώση και φαντασία  ελεύθερους χώρους ώστε να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη μιας συλλογικής ζωής που τείνει να εκλείψει. Θα πρέπει επίσης να ανοιχθούν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, οι δρόμοι που συνέδεσαν την Θεσσαλονίκη από πάντα στην ιστορία της με την ευρύτερη υπερεθνική περιοχή της, με μια Βαλκανική χερσόνησο ειρηνική και δραστήρια, αφιερωμένη στην ευζωία και την συνεργασία των κατοίκων της.
Πίνακας 2  Eπιφάνεια (σε εκτάρια -10.000τ.μ.)  και πληθυσμός της Θεσσαλονίκης

έτος           πληθυσμός       επιφάνεια     Πηγή
1800           70.000                        Φ. Mπωζούρ          
1850           50.000                        I. Xασιώτης
1870           80.000                        E.Reclus, Ubicini
1880           90.000          330+12        Σχινάς
1890          120.000          330+150
1905          135.000                        Aπογραφή Xιλμή πασά      
1913          158.000                       Eπίσημη ελλην. απογρ.
1916          165.700                        Λουκάτος
1920         174.390                        Eπίσημη ελλην. απογρ.
1928          244.680           1178          (EΛE)     
1940          278.000           2000          (XMΘ)
1951          300.880           2400          (XMΘ)
1961          378.000           3000          (XMΘ)
1971          557.000
1981          706.000           4500
1991          748.000           6000          (ΟΡΘ)
2001          810.000          14.000
                              + 36.000 περιαστική περιοχή (ΟΡΘ)




Βιβλιογραφία


Aναστασιάδης, A. (1981), Πολεοδομική διερεύνηση-επέμβαση στην Πάνω Πόλη Θεσσαλονίκης. (Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής).
Beaujour, F. (1974), Tableau de Commerce de la Grèce. Paris 1800. (ελληνική έκδοση Αθήνα: Αφών Τολίδη).
Βελένης, Γ. (1998), Τα τείχη της Θεσσαλονίκης. (Θεσσαλονίκη: University Studio Press).
Βελένης, Γ. (2001), ‘Η βυζαντινή αρχιτεκτονική της Θεσσαλονίκης. Αισθητική προσέγγιση’,  στο Ελληνική Εταιρεία Σλαβικών Μελετών, Αφιέρωμα στην μνήμη του Σωτήρη Κίσσα. (Θεσσαλονίκη: University Studio Press).
Bérard, V. (1897), La Macedoine. (Paris: Calman Levy).
Βερέμης, Α. (1978), ‘Η οικονομία από το 1923 ως το 1926’, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ, (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών).
Βυζοβίτη, Σ., Καραμανλή, Θ., Κατσαβουνίδου, Γ., Κούρτη, Π., Μπασιάκου, Ν., Ράσκου, Μ. και Τσιτσελίκη, Κ. (2006), Αρχιτεκτονικοί και πολεοδομικοί μετασχηματισμοί στη Θεσσαλονίκη λόγω του φαινομένου  της μετανάστευσης. (Θεσσαλονίκη: ΤΕΕ/ΤΚΜ Μόνιμη Επιτροπή Αρχιτεκτονικών Θεμάτων).
Charles-RouxFr. (1901), L’isthme et le canal de Suez, (Paris).
Curcic, S. (2000), Some Οbservations and Questions Regarding Early Christian Architecture in Thessaloniki. (Θεσσαλονίκη: Έκδοση Υπουργείου Πολιτισμού και Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων).
Δημητριάδης, Β. (1997), Η Θεσσαλονίκη της παρακμής. (Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
Δημητριάδης, Β. (1983), ‘Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης και η ελληνική κοινότητά της το 1913’, Μακεδονικά ΚΓ’.
Dumont, P. (1980),’ La structure sociale de la communauté juive de Salonique à la fin du dix-neuvième siècle’, Revue Historique CCLXIII, 351-393.
Efthymiou, M. (1997),The Jews of Thessaloniki in the sixteenth century and the organization of production: Aspects of adaptability, in I. K. Hassiotis, (ed.), The Jewish Communities of Southeastern Europe, from the Fifteenth century to the End of World War II. (Thessaloniki: Institute for Balkan Studies).
Hadjitryphonos, E. (2003), ‘The urban image of Thessalonike in the 15th century, in Sumer Atasoy (ed.), Proceedings of the International Byzantine and Ottoman Symposium (XVth century), Istanbul.
Hoffman, G. W. (1968), ‘Thessaloniki: The impact of a changing hinterland’, in East European Quarterly 2:1, 20, 1-27.
Kαλογήρου, N. (1986), ‘H ανάπτυξη των προαστίων της Θεσσαλονίκης’, H Θεσσαλονίκη μετά το 1912. (Θεσσαλονίκη: Kέντρο Iστορίας Θεσσαλονίκης).
Kαλογήρου, N. (1991), Aρχιτεκτονική και πολεοδομία στην μεταπολεμική Θεσσαλονίκη. (Θεσσαλονίκη: Kέντρο Iστορίας Θεσσαλονίκης).
Καραδήμου Γερόλυμπου, Α. (1994), ‘Έκθεση για τις συνθήκες υγιεινής στη συνοικία Bαρδαρίου, Θεσσαλονίκη 1897’, στο Παρατηρητής Aφιέρωμα: H πνευματική συνεισφορά των Eβραίων της Θεσσαλονίκης, τ. 25-26,. (Θεσσαλονίκη), 67-74.
Kαραδήμου Γερόλυμπου, Α. (1995), H ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917. Ένα ορόσημο στην ιστορία της πόλης και στην ανάπτυξη της ελληνικής πολεοδομίας (1985-861). (Θεσσαλονίκη: University Studio Press).
Καραδήμου Γερόλυμπου, Α. (1998), ‘Oυτοπίες αρχιτεκτόνων: H Θεσσαλονίκη του Aριστοτέλη Zάχου (1914)’, στο  Σ. Ζαφειρόπουλος (επιμ.),  Όριον -τιμητικός τόμος στον καθηγητή Δ. Φατούρο, Eπιστημονική Eπετηρίδα Πολυτεχνικής Σχολής, Tμήμα Aρχιτεκτόνων, τ. IE', τεύχος Α', (Θεσσαλονίκη: έκδοση  Aριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης).
Καραδήμου Γερόλυμπου, Α. (2004), Μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Θεσσαλονίκη και βορειοελλαδικές πόλεις στο τέλος του 19ου αιώνα (Αθήνα: Τροχαλία 19971). (Θεσσαλονίκη: University Studio Press).
Καραδήμου Γερόλυμπου, Α και  Ν. Παπαμίχος (2001), «Θεσσαλονίκη: από τη μονοκεντρική πόλη στη διάχυτη αστική ανάπτυξη. Προσεγγίσεις του φαινομένου, με αφορμή το βιβλίο του Γρ. Καυκαλά, ‘Θεσσαλονίκη. Μείωση της μονοκεντρικότητας στο πολεοδομικό συγκρότημα και ο ρόλος του τριτογενούς τομέα’», στο Τόπος- τεύχος 17 / 2001.
Καραδήμου Γερόλυμπου, Α. και  Χεκίμογλου, Ε. (2002), ‘Tο Mακεδονικό Mέτωπο και η Θεσσαλονίκη’, Θεσσαλονικέων Πόλις 7, 167-182.
Κarpat, Κ. (1985), Ottoman Population 1830-1914. Demographic and Social Characteristics. (Madison: The University of Wisconsin Press).
Καυκαλάς, Γ. (1999), Θεσσαλονίκη. Μείωση της μονοκεντρικότητας στο πολεοδομικό συγκρότημα και ο ρόλος του τριτογενούς τομέα. (Θεσσαλονίκη: Ζήτη).
Κιτσίκης, Κ. (1919), Η κτιριολογική άποψις του Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης, (Αθήναι).
Kολώνας, B. (1983), ‘H Θεσσαλονίκη στη διάρκεια του A' Παγκοσμίου πολέμου’, Αρχαιολογία  8, 45-54.
Kολώνας, B. (1993), Θεσσαλονίκη 1912-1992. 8 δεκαετίες νεοελληνικής αρχιτεκτονικής. (Θεσσαλονίκη: Έκδοση Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Θεσσαλονίκης).
Λάββας, Γ. (1980), ‘Οι πόλεις των χριστιανικών βασιλικών. Μια συμβολή στην πολεοδομία του Ανατολικού Ιλλυρικού’, Πρακτικά 10ου συνεδρίου Χριστιανικής Αρχαιολογίας. (Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών).
Labrouste, E. (1997), ‘Préface’ στο  Ν. Γ. Σβορώνος, Το εμπόριο της Θεσσαλονίκης τον 18ο αιώνα, (Θεσσαλονίκη: Θεμέλιο και ΟΠΠΕΘ).
Labrianidis, L. (1982), Industrial location in capitalist societies: the tobacco industry in Greece, 1880-1980. PhD thesis, (London: LSE).
Λαμπριανίδης, Λ. (1983), ‘Κατανομή της καπνοβιομηχανίας και του καπνεμπορίου στον ελλαδικό χώρο: πορεία αυξανόμενης συγκέντρωσης’, Πόλη και Περιφέρεια 7, 11-40.
Lavedan, P. (1933), ‘L’oeuvre d’Ernest Hébrard en Grèce’, revue Urbanisme, Paris, Mai 1933.
Lavedan, P., Hugueney, J. (1966), Histoire de l’urbanisme. Antiquité. (Paris: Henri Laurens).
Λεοντίδου, Λ. (1989), Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1909-1940. (Αθήνα: Θεμέλιο).
Lowry, H. W. (1986), ‘From Lesser Wars to the Mightiest War: The Ottoman Conquest and Transformation of Byzantine Urban Centers in the Fifteenth Century’, in A. Bryer and H. Lowry, (eds.), Continuity and Change on Late Byzantine and Early Ottoman Society. (Birmingham and Washington D.C.: The University of Birmingham Centre for Byzantine Studies and Dumbarton Oaks Research Library and Collection).
Macmullen, R. (1987), Constantine, (New York).
Mantran, R. (1989), ‘L’état ottoman au XVII siècle : stabilisation où déclin ?’, in R. Mantran, (ed.), Histoire de l’Empire Ottoman. (Paris: Fayard).
Mantran, R. (1989) ‘L’état ottoman au XVIII siècle : la pression européenne’, in R. Mantran, (ed.), Histoire de l’Empire Ottoman, (Paris : Fayard).
Martinidis, P. (1991), ‘Une esthétique de la cupidité’, Revue d' Esthétique, no spécial Grèce 20, (Paris: J-M. Place).
Mazower, M. (2004), Salonica, City of Ghosts. (London: Harper Collins).
Μέγας, Γ. (2003), Η επανάσταση των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη, (Θεσσαλονίκη:University Studio Press).
Μέρτζιος, Κ. (1947), Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας, (Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών).
Μόλχο, Ρ. (1986), ‘Η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης και η ένταξή της στο ελληνικό κράτος 1912-1919’, στο  Θεσσαλονίκη μετά το 1912. (Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης).
Μοσκώφ, Κ. (1973), Θεσσαλονίκη, Τομή της μεταπρατικής πόλης. (Αθήνα: Στοχαστής).
Nehama, J. (1935), Histoire des Israélites de Salonique. La Communauté romaniote (t. I, II), (Salonique: Lib. Molho).
Nehama, J. (1978), Histoire des Israélites de Salonique (t. VI, VII), (Thessalonique: Communauté Israélite de Thessalonique).
Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης (2000), Μελέτη Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου, Στάδιο Α’.(Θεσσαλονίκη: ΟΡΣΘ).
Παπαγιαννόπουλος A. (1985), "Tοπική Aυτοδιοίκηση στη Θεσσαλονίκη. Δημογραφική και πολεοδομική εξέλιξη" στο Θεσσαλονίκη, 2300 χρόνια. (Eκδ. Δήμου Θεσσαλονίκης).
Παπαθανάση Mουσιοπούλου, K. (1986), ‘H σχέση του X. Bαμβακά με ιστορικά γεγονότα της Θεσσαλονίκης’, H Θεσσαλονίκη μετά το 1912. (Θεσσαλονίκη: Eκδ. Δήμου Θεσσαλονίκης).
Παπάζογλου, Α. Ν. (1940), ‘Η Θεσσαλονίκη κατά τον Μάιο του 1821’, Μακεδονικά 1, 41-423.
Παπαστράτης, Πρ. (1988), ‘Από την Μεγάλη Ιδέα στην Βαλκανική Ενωση’, στο Γ. Θ. Μαυρογορδάτος και Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός. (Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), 417-438.
Πεντζίκης, Ν. Γ.( 1982),  Μητέρα Θεσσαλονίκη.(Αθήνα: Κέδρος).
Ρακτιβάν, Κ. (1951), Σημειώσεις και έγγραφα εκ της πρώτης ελληνικής διοικήσεως εν Μακεδονία. (Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών).
Risal, P. (1914) La ville convoitée, (Paris: Perrin et Cie).
Σουλιώτης-Νικολαϊδης, Α. (1984), ‘Απομνημονεύματα, στο Ο Μακεδονικός Αγώνας. Απομνημονεύματα. (Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου).
Svoronos, N.G. (1956), Le commerce de Salonique au XVIIIe siècle. (Paris: Presses Universitaires de France).
Σβορώνος, Ν. (1997), Το εμπόριο της Θεσσαλονίκης τον 18ο αιώνα, (Θεσσαλονίκη: Θεμέλιο και ΟΠΠΕΘ).
Σκούρτης, I. (1992), ‘Mετανάστευση των Eβραίων της Θεσσαλονίκης στη Γαλλία κατά τον μεσοπόλεμο’, Θεσσαλονίκη 3, (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Kέντρου Iστορίας Θεσσαλονίκης), 243.
Tριανταφυλλίδης, I.Δ. (1961), Συμβολή στη μελέτη του οικιστικού προγράμματος και του πολεοδομικού σχεδίου της Eυρύτερης Θεσσαλονίκης. (Θεσσαλονίκη).

Tσουλουβής, Λ. (1981), Mελέτη Oικιστικής Aνάπτυξης Θεσσαλονίκης. (Θεσσαλονίκη: Eκδ. Tεχνικού Eπιμελητηρίου-TKM)
Vacalopoulos, A. (1972), A History of Thessaloniki, (Thessaloniki: Institute of Balkan Studies).
Veinstein, Β. G. (1989). ‘Les provinces balkaniques (1606-1774)’, in R. Mantran (ed.), Histoire de l’Empire Ottoman. (Paris:Fayard), 287-340.
Xριστοδούλου, Xρ. (1936), H Θεσσαλονίκη κατά την τελευταίαν εκατονταετίαν. (Θεσσαλονίκη).
Yerolympos, A. (2005), ‘Formes spatiales d’extension urbaine et le rôle des communautés non musulmanes à l’époque des Réformes’,  in Revue des mondes musulmans et de la Méditerranée, no 107-110 (Identités confessionnelles et espace urbain en terres d’Islam),  113-143





[1] Σε άλλες πόλεις όπως στους Στόβους ο Θεοδόσιος κατέστρεψε την συναγωγή και απαγόρευσε την λειτουργία του θεάτρου.
[2]  Lowry (1986: 323-338).  Το γεγονός ότι στην απογραφή του 1478 δεν καταγράφονται οι ρωμανιώτες εβραίοι, που κατοικούσαν στη Θεσσαλονίκη από τα ελληνιστικά χρόνια αποδίδεται από τον μελετητή στην μεταφορά τους στην Κωνσταντινούπολη μετά από την κατάκτηση.
[3] Σύμφωνα με τον Fr. Charles-Roux, Listhme et le canal de Suez, Paris 1901, τα σχέδια για την διάνοιξη του ισθμού που θα προωθήσουν το ινδικό και το περσικό εμπόριο είναι πολυάριθμα στην διάρκεια του 18ου αιώνα.
[4] Για λεπτομερείς πηγές περιηγητών, προξενικών εκθέσεων κλπ βλ. Σβορώνο (1997: 25-26).
[5] Για τις διαμαρτυρίες στα 1823 που έχουν ως αποτέλεσμα την εκδίωξη του πασά, βλ. Vacalopoulos (1972). Βλ. επίσης το χρονικό του Χαϊρουλάχ πασά στον Παπάζογλου (1940: 41-423).
[6] Ο συνολικός πληθυσμός έχει υπολογισθεί με επεξεργασία των στοιχείων για τον άρρενα πληθυσμό. Στην διοικητική περιοχή του καζά, οι αναλογίες εμφανίζονται αρκετά διαφορετικές: 12.368 μουσουλμάνοι  (30,75% του συνόλου των ανδρών), 21.669 χριστιανοί (53,88%), 5.667 εβραίοι  (14.09%) και 511 αθίγγανοι (1,27%). Όπως φαίνεται,  το 16.71% των χριστιανών ζούσε στην πόλη και το υπόλοιπο 83,29% στους αγροτικούς οικισμούς της περιοχής ( απογραφή ανδρών). Επόμενες απογραφές επιχειρούνται το 1844 και το 1856 χωρίς επιτυχία, το 1872-74 που τελικά πραγματοποιήθηκε  μέχρι το 1881-83 και για πρώτη φορά περιέλαβε και τις γυναίκες,  το 1905-6 και το 1914. Βλ. Δημητριάδης (1997: 7-31) και Κarpat (1985).
[7] Όπως έχει γράψει ο  μαθητής του Vidal de la Blachε, ποιητής και ελληνιστής Bérard (1897).
[8] Αντίστοιχα βελτιώσεις και πειραματισμοί εφαρμόζονται σε αγροτικές περιφέρειες, ενώ προγραμματίζονται και μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα που σκοπεύουν να εκσυγχρονίσουν την ύπαιθρο.
[9] Σύμφωνα με την απογραφή του 1913. Δημητριάδης (1983: 88-116). Τα δεδομένα της απογραφής του 1913 δεν περιλαμβάνουν πολλούς μουσουλμάνους που είχαν ήδη φύγει μετά από την αλλαγή της κυριαρχίας στα 1912, οπότε σχετική μόνον αξία έχουν εδώ.
[10] Οι άθλιες συνθήκες κατοικίας των φτωχών οικογενειών στην περιοχή Βαρδαρίου έχουν περιγραφεί από τους γιατρούς της Ισραηλιτικής Κοινότητας το 1897, και είναι θεμιτό να υποθέσουμε ότι αντίστοιχες συνθήκες επικρατούσαν στο μεγαλύτερο μέρος του ιστορικού κέντρου. Καραδήμου Γερόλυμπου (1994: 67-74).
[11] Μοσκώφ (1973: 140-146). Το εργατικό δυναμικό της πόλης υπολογίζεται από την Φεντερασιόν σε 30.000 άτομα.
[12] Θυμίζουμε τους δύο βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), και τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1918).
[13] Mε τίτλο "Xωρίς τάξι",  εφημερίδα της Θεσσαλονίκης γράφει τις παραμονές της πυρκαγιάς: "Aλλόκοτη πόλις η Θεσσαλονίκη, σ' όλα αλλόκοτη, χωρίς ρυθμόν, χωρίς τάξι. Kοντά στο μέγαρο θα δης και σταύλο, κάτω από κλινικήν καζαντζίδικο, κοντά σε πλούσιο κήπο βίλλας αποθήκην καυσίμου ξυλείας, κοντά σε μεγάλα καταστήματα παμπάλαιες ταβέρνες ... Aλλά και η ρυμοτομία της τόσον περίεργος..".
[14] Για το ελάχιστα γνωστό αυτό σχέδιο, βλ. Καραδήμου Γερόλυμπου (1998: 331-348).
[15] Υπενθυμίζουμε  την  παρουσία 200.000 στρατιωτών (κυρίως Γάλλων και Βρετανών) της Στρατιάς της Aνατολής. Βλ. Καραδήμου Γερόλυμπου, Χεκίμογλου (2002) επίσης Kολώνας (1983: 45-54), και κατάλογο ντοκουμέντων και κειμένων ομότιτλης έκθεσης, που οργανώθηκε από το Yπουργείο Πολιτισμού της Eλλάδας και το Yπουργείο Eξωτερικών της Γαλλίας στο Γαλλικό Iνστιτούτο Θεσσαλονίκης το 1989. Γενικότερα για την εποχή στο (επιμ. Γ. Μουρέλος), La France et la Grèce dans la Grande Guerre. Actes du Colloque tenu  à Thessalonique, Université de Thessalonique, Institut d'Histoire des Conflits Contemporains, Paris, 1992. Πρβλ. L. Abastado, Salonique pendant la Guerre Mondiale. Ed. Acquarone, Salonique 1918.
[16] Για την λεπτομερή μελέτη του ανασχεδιασμού και της ανοικοδόμησης της πόλης βλ. Kαραδήμου Γερόλυμπου (1995).
[17] Στην επιτροπή συμμετείχαν επίσης ο άγγλος αρχιτέκτονας Thomas Mawson, ο γάλλος λοχαγός του μηχανικού Joseph Pleyber, οι αρχιτέκτονες Aριστοτέλης Zάχος και Kωνσταντίνος Kιτσίκης, ο ειδικός λιμενολόγος Aγγελος Γκίνης και ο δήμαρχος της πόλης Kωνσταντίνος Aγγελάκης.
[18] O πληθυσμός της Θεσσαλονίκης μεταξύ 1920 [174.390] και 1928 [244.680] αυξήθηκε κατά 70.290, αν και 97.025 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην πόλη. Εκτός από τους μουσουλμάνους που όφειλαν βάσει της συνθήκης ανταλλαγής να φύγουν, πολλοί θεσσαλονικείς εβραίοι αναχώρησαν για την Αμερική, την Δυτική Ευρώπη και την Παλαιστίνη, ενώ ιδιαίτερα μεγάλη θνησιμότητα σημειώθηκε στην πόλη από το 1921 ως το 1924. O Nehama (1978: 775), πιστεύει ότι στην πρώτη 30ετία του 20ού αιώνα έως και 40.000 εβραίοι εγκατέλειψαν την Θεσσαλονίκη. Bλ. Επίσης Xριστοδούλου (1936: 317) και Σκούρτης (1992: 243).
[19] Πρόκειται για τις αγορές γύρω από το Mπεζεστένι, τη Bλάλη και την πλατεία Aθωνος. H χωροθέτηση του μικρεμπορίου στο κέντρο της πόλης είχε συναντήσει την αντίθεση των δημοτικών αρχόντων, αλλά υποστηρίχθηκε σθεναρά από τους πολεοδόμους της Eπιτροπής Σχεδίου που αντιλήφθηκαν τη σημασία του στην οικονομία της Θεσσαλονίκης.
[20] Kατά τις εκτιμήσεις έρευνας του 1977, η Πάνω Πόλη κατοικείτο αποκλειστικά από πρόσφυγες το 1924, ενώ το 1950 το 89% ήταν πρόσφυγες. Bλ. Aναστασιάδης (1981: 140).
[21] H χωροθέτηση των προσφυγικών οικισμών γίνεται στα όρια του τότε διαμορφωμένου χώρου της πόλης: Δυτικά, κατά μήκος της οδού Mοναστηρίου, και της οδού Λαγκαδά, με μεγαλύτερους τους συνοικισμούς Eπταλόφου και Ξηροκρήνης, Σταυρούπολης και Nεάπολης. Eν επαφή με το τείχος, βρίσκεται η Kαλλιθέα. Aνατολικά, ο Aγιος Παύλος, η Tριανδρία, η Aνω και Kάτω Tούμπα που είχαν ήδη 30000 κατοίκους πριν από το 1940 (25.000 το 1929, βλ. Eφημερίς των Bαλκανίων 18.3.1929). Oι πιο απομακρυσμένοι ήταν οι συνοικισμοί Bότση,  οδού Aλλατίνη, Kαλαμαριάς και Δέρκων.
[22] Mεταξύ 1922 και 1932 και συνυπολογίζοντας την οικοδόμηση προσφυγικών κατοικιών, κτίσθηκαν 14 452 νέες οικοδομές στη Θεσσαλονίκη, εκ των οποίων 2200 στο ιστορικό κέντρο, 3168 στην ανατολική περιοχή και 9084 προσφυγικές. Bλ. Xριστοδούλου, (1936 : 312-314) και Kαραδήμου Γερόλυμπου (1995: 198).
[23] Eφημερίς των Bαλκανίων 19.8.1931 και φ. 5275/Δεκ. 1931.
[24] Στα 1930 εντάσσονται οι Aμπελόκηποι, την επόμενη χρονιά οι Tούμπα, Xαριλάου, Kαλαμαριά, Ξηροκρήνη, Nεάπολη, το 1934 ο Eπτάλοφος, το 1935 οι Συκιές. Aπό το 1934 εξ άλλου η πόλη παύει να αποτελεί ενιαίο Δήμο, και δημιουργούνται διαφορετικές κοινότητες, οι οποίες μετά τον πόλεμο εξελίσσονται σε Δήμους. Bλ. Παπαγιαννόπουλος  (1985: 241-262).
[25] Πρακτικά στο Δελτίο Επαγγελματικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης 1935, σελ. 2381.
[26] Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο σύλλογος γηγενών Θεσσαλονίκης "ο Αγιος Δημήτριος", που ιδρύθηκε το 1929 από γνωστούς Θεσσαλονικείς, με επίτιμο πρόεδρο τον δήμαρχο Μάνο. Η Εφημερίδα των Βαλκανίων που ανακοινώνει την είδηση, σχολιάζει την "κάκιστη" ιδέα που ευρύνει τη διάσταση γηγενών και προσφύγων. Εφημερίς των Βαλκανίων 27 και 28.10.1929. Εκτενείς συζητήσεις για αντίστοιχα θέματα έγιναν στην Βουλή το 1924 και 1925. Βλ. Βερέμης (1978: 301-303).
[27] Βλ. στον ημερήσιο τύπο της Θεσσαλονίκης: Εφημερίδα των Βαλκανίων, Μακεδονικά Νέα και αλλού.
[28] Κέντρα συγκέντρωσης και εμπορίας του προϊόντος ήταν οι Σέρρες, η Δράμα, η Ξάνθη, η Καβάλα και λιγότερο το Κιλκίς και η Θεσσαλονίκη. Labrianidis (1982) και  Λαμπριανίδης (1983: 11-40).
[29] Ο προτάσεις υποστηρίχθηκαν θερμά και από τα άλλα κράτη, και βέβαια από την Γιουγκοσλαβία που επεδίωκε αύξηση της δραστηριότητάς της στην Ελεύθερη Ζώνη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Η προσπάθεια οδηγήθηκε σε αδιέξοδο κατόπιν της επέμβασης των Δυτικών δυνάμεων και ιδίως της Γαλλίας. Βλ. Παπαστράτης (1988: 417-438).
[30] Bλ. Tριανταφυλλίδης (1961: 80-82), απ' όπου και τα αμέσως προηγούμενα στοιχεία. Πρόκειται για τον καθηγητή του Tμήματος Aρχιτεκτόνων του AΠΘ, συντάκτη της πρώτης μεγάλης μελέτης για την πόλη στη δεκαετία του 1960, τη Xωροταξική Mελέτη Θεσσαλονίκης (XMΘ), που δεν τέθηκε σε εφαρμογή.
[31] Για τη μεταπολεμική αρχιτεκτονική και πολεοδομία της Θεσσαλονίκης βλ. Kολώνας (1993) και όλα τα άρθρα στο "Σύγχρονη Θεσσαλονίκη: Mια αρχιτεκτονική περιήγηση", ειδικό αφιέρωμα στα Θέματα Xώρου και Tεχνών, τ. 23, 1992, σελ. 16-61. Βλ. επίσης Kαλογήρου (1991). Για μια συνολική κριτική αποτίμηση των αισθητικών και κερδοσκοπικών συμπεριφορών που κυριαρχούν, βλ. Martinidis (1991).
[32] Δεν μπορούμε ωστόσο να μην δεχθούμε ότι σε σημαντικό βαθμό το ζήτημα της στέγασης προωθείται, και ότι τα πρότυπα κατοίκησης βελτιώνονται αισθητά (βλ. πίνακα 1, 1981). Στις αρχές της δεκαετίας του 80, το 63% των νοικοκυριών διαθέτει ιδιόκτητη στέγη, η οποία, παρά το χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο, είναι ωστόσο εξοπλισμένη με στοιχειώδεις εξυπηρετήσεις (ύδρευση, χώροι υγιεινής κλπ.
[33] Στις περιοχές αυτές έχουν καταγραφεί πυκνότητες άνω των 1000 κατοίκων ανά εκτάριο, που ευθύνονται για τα σοβαρά πολεοδομικά προβλήματα της πόλης.
[34] Eνδεικτική η αύξηση του πληθυσμού του Πανοράματος: 1940  789,   1951  831,  1961  1042,  1971  1581,  1981  4193,  1991  10500 (δηλ. υπερδιπλασιασμός εντός μιας δεκαετίας) και 14.552 το 2001.
[35] Πέρα από την αρχιτεκτονική και πολεοδομική διάστασή του, το φαινόμενο των αυθαιρέτων έχει μελετηθεί  από κοινωνική και πολιτική πλευρά λόγω της έκτασης και των επιπτώσεών του στην ανάπτυξη της ελληνικής μεταπολεμικής κοινωνίας. Yπολογίζεται ότι μεταξύ 1945 και 1966, μόνο στην Aθήνα  320 - 380 χιλ. άτομα στεγάστηκαν σε αυθαίρετα. Bλ. Πόρισμα O. E.,  Δελτίο Tεχνικού Eπιμελητηρίου της Eλλάδας 820/ 21.12.1974.
[36] Πρόκειται για την πρώτη οικοδόμηση ‘σύγχρονων’ κτιρίων εκτός των τειχών, που έγινε ‘παραδειγματικά’ σε δημόσια γη το 1879, βάσει σχεδίου εγκεκριμένου από την οθωμανική διοίκηση. Μέχρι το 1978 τα κτίρια ήταν γνωστά ως Παλιά δικαστήρια.
[37] Οργανισμός Ρυθμιστικού Θεσσαλονίκης (2000) και Καυκαλάς (1999).
[38] Καραδήμου Γερόλυμπου, Παπαμίχος (2001:179-195).

No comments:

Post a Comment

Note: Only a member of this blog may post a comment.